Οι Γερμανοί δεν ξανάρχονται
Εθισμένοι στις επιδοτήσεις που έχουμε λάβει τις τελευταίες δεκαετίες από ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, και κυρίως τη Γερμανία, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον σκεπτικισμό των Βρυξελλών, και πολύ περισσότερο τον αρνητισμό του Βερολίνου, έναντι της παροχής οικονομικής στήριξης προς την Ελλάδα. Κάποιοι, μάλιστα, σπεύδουν να τον αποδώσουν σε «ανθελληνισμό» ή ακόμη και «ρατσισμό».
Ομως, οι χώρες που αρνούνται να στηρίξουν για πολλοστή φορά την Ελλάδα συμπεριφέρονται όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε αν ξαφνικά συνειδητοποιούσε ότι αυτός τον οποίο βοηθούσε επί τριάντα χρόνια, επειδή ο τελευταίος επεκαλείτο οικονομική δυσχέρεια, αποδεικνύεται ότι τον κορόιδευε συστηματικά. Προς το παρόν, λοιπόν, οι Γερμανοί δεν ξανάρχονται. Σε μια δύσκολη παγκόσμια οικονομική συγκυρία, η οποία πλήττει και τον Γερμανό εργαζόμενο, η Αγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να αγνοήσει τη δική της κοινή γνώμη η οποία αρνείται να βοηθήσει και πάλι τους Ελληνες που αποδεδειγμένα, και ενίοτε προκλητικά, ζούσαν υπεράνω των δυνατοτήτων τους, εξαργυρώνοντας τις επιταγές που υπέγραφαν οι Γερμανοί φορολογούμενοι.
Τα καλοκαίρια, οι Γερμανοί τουρίστες και λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι έρχονται να απολαύσουν τον καιρό, τις θάλασσες και την ιστορία μας, βιώνουν τον υπερκαταναλωτισμό των Ελλήνων. Πολυτελείς κατοικίες, ακριβά αυτοκίνητα, κέντρα διασκέδασης γεμάτα, ενδύσεις που ακολουθούν την τελευταία λέξη της μόδας, συνθέτουν μια πραγματικότητα που θα ζήλευαν αρκετοί, ακόμη και στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία και πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι όλοι οι Ελληνες ζουν πλουσιοπάροχα, αλλά η εικόνα που εκπέμπεται είναι βέβαιο ότι δεν συνάδει με το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο του μέσου Ελληνα, και εν μέρει εξηγεί τον αρνητισμό των Γερμανών. Η πλειοψηφία μάλιστα των τελευταίων επιθυμεί την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, καθώς εξακολουθούν να την θεωρούν αναξιόπιστη.
Ακόμη και οι δυο ηγέτες με την καλύτερη έξωθεν μαρτυρία στα μάτια της Ευρώπης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης, οι οποίοι έβαλαν την Ελλάδα, ο πρώτος στην ΕΟΚ το 1980 και ο δεύτερος στην ΟΝΕ είκοσι χρόνια αργότερα, το έκαναν χωρίς και στις δυο περιπτώσεις η χώρα μας να πληροί τις προϋποθέσεις. Ο τελευταίος μάλιστα βρέθηκε τις τελευταίες ημέρες στο στόχαστρο για τις λογιστικές αλχημείες της ένταξης στο ευρώ. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει το γεγονός ότι, αισθανόμενοι πως έχουν πέσει θύματα κοροϊδίας, οι Γερμανοί, αλλά και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι, δηλώνουν ευθαρσώς ότι για να παράσχουν την οποιαδήποτε επιπλέον βοήθεια στην Ελλάδα, η τελευταία οφείλει να ανταποκριθεί έμπρακτα στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και να περιορίσει τις σπατάλες και τα παντός είδους κεκτημένα, μειώνοντας στην πορεία και το τεράστιο έλλειμμα που παρουσιάζει.
Δεν αρκούν πλέον οι υποσχέσεις, ούτε οι συχνά εξαιρετικές επιδόσεις του Γιώργου Παπανδρέου και του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στους τομείς της δημόσιας προβολής και της επικοινωνιακής διαχείρισης της κατάστασης. Το προϊόν παραμένει προβληματικό, και οι αγορές αλλά και οι εταίροι μας καχύποπτοι. Ολοι απαιτούν την επιλογή και, κυρίως, την εφαρμογή μιας επώδυνης θεραπείας που θα φέρει αποτελέσματα, υποστηρίζοντας ότι «δεν βοηθάς έναν αλκοολικό με το να του προσφέρεις άλλο ένα ποτό». Δυστυχώς, η αρνητική εικόνα που έχουν πολλοί Ευρωπαίοι για τη χώρα μας δεν θα βελτιωθεί το επόμενο διάστημα όταν στο πλαίσιο της εξεταστικής επιτροπής για την οικονομία θα παρακολουθούν τις λυσσαλέες συγκρούσεις των δυο κομμάτων εξουσίας τα οποία θα προσπαθούν να επιρρίψουν το ένα στο άλλο τις ευθύνες για την υπερχρέωση της χώρας και την απώλεια αξιοπιστίας, φαινόμενα που ο κάθε νοήμων Ελληνας πολίτης γνωρίζει ότι άρχισαν τη δεκαετία του ’80 και συντελέσθηκαν διαχρονικά και διακομματικά.
www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου