Πώς ναυάγησε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο
Χρειάζεται γερό στομάχι για να είναι κανείς πρωθυπουργός της Ελλάδας. Οχι μόνο καλείται να αντιμετωπίσει την προβλεπόμενη δυσαρέσκεια εκείνων που θα υποφέρουν από τα μέτρα λιτότητας που αναγγέλθηκαν, αλλά επιπλέον πρέπει να πολεμήσει και σε πολλά ευρωπαϊκά μέτωπα, τη στιγμή που δικαίως εμείς αναμέναμε- και όταν λέω «εμείς» εννοώ οι Ευρωπαίοι, όπως και οι Ελληνες- να υπάρξει αδιάρρηκτη αλληλεγγύη εν ώρα ανάγκης. Από τη στιγμή όμως που γίνεται λόγος για αλληλεγγύη, η συζήτηση διευρύνεται.
Η αλληλεγγύη αποτελεί έναν από τους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Μεταφράζεται μέσω των δομικών κεφαλαίων, τα οποία τροφοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, που επέτρεψαν και συνεχίζουν να επιτρέπουν στις χώρες που έχουνεισχωρήσει στην Ενωση να προοδεύσουν. Αλλά, από την άλλη πλευρά, και αυτός είναι ένας άλλος πυλώνας της ΕΕ, απαιτείται μια αίσθηση υπευθυνότητας η οποία πρέπει να οδηγεί τα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται προς ορισμένους κανόνες. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν δύο σχολές. Η πρώτη, η γαλλική, συνηγορεί υπέρ της χορήγησης έκτακτης οικονομικής βοήθειας εκεί όπου είναι απαραίτητη, κυρίως στην Ελλάδα. Η δεύτερη, η γερμανική, συ νίσταται στο να δίνεται έμφαση στις προσπάθειες που πρέπει πρωτίστως να καταβάλουν τα κράτη εν καιρώ κρίσης για να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Μέχρι στιγμής αυτές οι δύο σχολές έμοιαζαν να συγκλίνουν ως προς την ιδέα που ταιριάζει στην Ελλάδα και η οποία συνίσταται στην επίδειξη πολιτικής αλληλεγγύης και στην προετοιμασία μιας οικονομικής επέμβασης αποκλειστικά και μόνο για την περίπτωση όπου θα ήταν απαραίτητη.
Δυστυχώς μια ατυχής δήλωση από μέρους της γαλλίδας υπουργού Οικονομίας Κριστίν Λαγκάρντ άναψε φωτιές και μείωσε την αξιοπιστία του οργάνου, η δημιουργία του οποίου έμοιαζε να έχει αποφασιστεί. Μέσω αυτής της δήλωσης, η κυρία Λαγκάρντ απομάκρυνε την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και κυρίως αμφισβήτησε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης. Η απάντησε δεν άργησε να έλθει. Ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου, η Ανγκελα Μέρκελ εξήγησε ότι δεν ετίθετο ζήτημα εγκατάλειψης του γερμανικού μοντέλου και έκανε για πρώτη φορά λόγο για το ενδεχόμενο να μπορεί να αποβληθεί ένα κράτος από τη ζώνη του ευρώ.
Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν δύο επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο, το πολιτικό, τείνει να δώσει δίκαιο στη Γερμανία. Το δεύτερο, περισσότερο οικονομικό, τείνει να δώσει δίκαιο στη Γαλλία.
Τι συνέβη σε πολιτικό επίπεδο; Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατάφερε με δυσκολία να πείσει την κυρία Μέρκελ για την αναγκαιότητα λήψης μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας και να προτείνει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Ακολούθησε μια έντονη συζήτηση στη Γερμανία, καθώς η κοινή γνώμη, οι εκλεγμένοι και τα συνδικάτα διανύουν μια περίοδο εθνικιστικής αναδίπλωσης ενάντια στην κρίση. Ηταν αναμενόμενο λοιπόν από μέρους της Γαλλίας να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία για ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, έστω και αν θα τη συζητούσε αργότερα. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη και αυτό ήταν το πρώτο ζήτημα που ενόχλησε τη Γερμανία.
Η Γαλλία είχε επιδείξει την ίδια διάθεση μη εμπλοκής πριν από κάποια χρόνια, όταν ο Ιμπέρ Βεντρίν, πρώην υπουργός του Λιονέλ Ζοσπέν και του Ζακ Σιράκ, είχε παραμερίσει με τον ίδιο τρόπο ένα κείμενο υπογεγραμμένο από τους Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Καρλ Λάμερς, το οποίο πρότεινε μια πολιτική αναγέννηση της ΕΕ. Αυτή η επανάληψη του λάθους, ανεξαρτήτως κυβερνήσεως, προκαλεί σύγχυση. Κυρίως εφόσον - δεύτερος παράγοντας ενόχλησης για τη Γερμανία- η κυρία Λαγκάρντ αμφισβητεί το γερμανικό μοντέλο. Αυτός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να επιτύχει η Γαλλία τον απαραίτητο συμβιβασμό και να εγγυηθεί ότι η Ελλάδα θα λάβει την οικονομική βοήθεια που της είναι απαραίτητη αντί να τη ζητήσει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Παρ΄ όλα αυτά, αν βγούμε εκτός του πολιτικού πλαισίου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η γαλλίδα υπουργός διαθέτει βάσιμα επιχειρήματα. Για να πειστεί κανείς, αρκεί να ακούσει τον επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν. Κατά την άποψή του, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αναγκάζουν τον υπόλοιπο κόσμο να πληρώνει για το εμπορικό τους έλλειμμα, οφείλουν να αναπτύξουν τις εξαγωγές τους. Η Κίνα όμως και η Γερμανία, που έχουν ρεκόρ εμπορικού πλεονάσματος, οφείλουν τώρα να τονώσουν την εσωτερική τους ζήτηση. Κατά βάθος το ζήτημα έγκειται στην παρότρυνση της Γερμανίας να δώσει περισσότερο βάρος στη δική της κατανάλωση και στις δικές της επενδύσεις και όχι στην προσπάθεια να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις εξαγωγές της. Θα είναι πράγματι δύσκολο να εξασφαλίσουμε την εσωτερική συνοχή της ΕΕ αν η Γερμανία αρχίσει να λειτουργεί απέναντι στους εταίρους της όπως ετοιμάζεται να κάνει η Κίνα απέναντι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Γαλλία, αλλά και η Ιταλία, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Ισπανία πρέπει να προβούν σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να διαχειριστούν το έλλειμμά τους. Η Γερμανία όμως οφείλει επίσης να αλλάξει προσανατολισμό στο μοντέλο ανάπτυξής της ώστε να λάβει υπόψη της και τους άλλους Ευρωπαίους. Είναι εμφανές ότι δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με δηλώσεις, οι οποίες επιπλέον λαμβάνουν τη μορφή πρόκλησης. Να γιατί είναι τόσο πολύπλοκη η δουλειά του έλληνα Πρωθυπουργού...
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα»
Η αλληλεγγύη αποτελεί έναν από τους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Μεταφράζεται μέσω των δομικών κεφαλαίων, τα οποία τροφοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, που επέτρεψαν και συνεχίζουν να επιτρέπουν στις χώρες που έχουνεισχωρήσει στην Ενωση να προοδεύσουν. Αλλά, από την άλλη πλευρά, και αυτός είναι ένας άλλος πυλώνας της ΕΕ, απαιτείται μια αίσθηση υπευθυνότητας η οποία πρέπει να οδηγεί τα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται προς ορισμένους κανόνες. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν δύο σχολές. Η πρώτη, η γαλλική, συνηγορεί υπέρ της χορήγησης έκτακτης οικονομικής βοήθειας εκεί όπου είναι απαραίτητη, κυρίως στην Ελλάδα. Η δεύτερη, η γερμανική, συ νίσταται στο να δίνεται έμφαση στις προσπάθειες που πρέπει πρωτίστως να καταβάλουν τα κράτη εν καιρώ κρίσης για να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Μέχρι στιγμής αυτές οι δύο σχολές έμοιαζαν να συγκλίνουν ως προς την ιδέα που ταιριάζει στην Ελλάδα και η οποία συνίσταται στην επίδειξη πολιτικής αλληλεγγύης και στην προετοιμασία μιας οικονομικής επέμβασης αποκλειστικά και μόνο για την περίπτωση όπου θα ήταν απαραίτητη.
Δυστυχώς μια ατυχής δήλωση από μέρους της γαλλίδας υπουργού Οικονομίας Κριστίν Λαγκάρντ άναψε φωτιές και μείωσε την αξιοπιστία του οργάνου, η δημιουργία του οποίου έμοιαζε να έχει αποφασιστεί. Μέσω αυτής της δήλωσης, η κυρία Λαγκάρντ απομάκρυνε την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και κυρίως αμφισβήτησε τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης. Η απάντησε δεν άργησε να έλθει. Ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου, η Ανγκελα Μέρκελ εξήγησε ότι δεν ετίθετο ζήτημα εγκατάλειψης του γερμανικού μοντέλου και έκανε για πρώτη φορά λόγο για το ενδεχόμενο να μπορεί να αποβληθεί ένα κράτος από τη ζώνη του ευρώ.
Σε αυτό το στάδιο υπάρχουν δύο επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο, το πολιτικό, τείνει να δώσει δίκαιο στη Γερμανία. Το δεύτερο, περισσότερο οικονομικό, τείνει να δώσει δίκαιο στη Γαλλία.
Τι συνέβη σε πολιτικό επίπεδο; Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατάφερε με δυσκολία να πείσει την κυρία Μέρκελ για την αναγκαιότητα λήψης μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας και να προτείνει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Ακολούθησε μια έντονη συζήτηση στη Γερμανία, καθώς η κοινή γνώμη, οι εκλεγμένοι και τα συνδικάτα διανύουν μια περίοδο εθνικιστικής αναδίπλωσης ενάντια στην κρίση. Ηταν αναμενόμενο λοιπόν από μέρους της Γαλλίας να αγκαλιάσει την πρωτοβουλία για ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, έστω και αν θα τη συζητούσε αργότερα. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη και αυτό ήταν το πρώτο ζήτημα που ενόχλησε τη Γερμανία.
Η Γαλλία είχε επιδείξει την ίδια διάθεση μη εμπλοκής πριν από κάποια χρόνια, όταν ο Ιμπέρ Βεντρίν, πρώην υπουργός του Λιονέλ Ζοσπέν και του Ζακ Σιράκ, είχε παραμερίσει με τον ίδιο τρόπο ένα κείμενο υπογεγραμμένο από τους Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Καρλ Λάμερς, το οποίο πρότεινε μια πολιτική αναγέννηση της ΕΕ. Αυτή η επανάληψη του λάθους, ανεξαρτήτως κυβερνήσεως, προκαλεί σύγχυση. Κυρίως εφόσον - δεύτερος παράγοντας ενόχλησης για τη Γερμανία- η κυρία Λαγκάρντ αμφισβητεί το γερμανικό μοντέλο. Αυτός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να επιτύχει η Γαλλία τον απαραίτητο συμβιβασμό και να εγγυηθεί ότι η Ελλάδα θα λάβει την οικονομική βοήθεια που της είναι απαραίτητη αντί να τη ζητήσει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Παρ΄ όλα αυτά, αν βγούμε εκτός του πολιτικού πλαισίου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η γαλλίδα υπουργός διαθέτει βάσιμα επιχειρήματα. Για να πειστεί κανείς, αρκεί να ακούσει τον επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν. Κατά την άποψή του, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αναγκάζουν τον υπόλοιπο κόσμο να πληρώνει για το εμπορικό τους έλλειμμα, οφείλουν να αναπτύξουν τις εξαγωγές τους. Η Κίνα όμως και η Γερμανία, που έχουν ρεκόρ εμπορικού πλεονάσματος, οφείλουν τώρα να τονώσουν την εσωτερική τους ζήτηση. Κατά βάθος το ζήτημα έγκειται στην παρότρυνση της Γερμανίας να δώσει περισσότερο βάρος στη δική της κατανάλωση και στις δικές της επενδύσεις και όχι στην προσπάθεια να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις εξαγωγές της. Θα είναι πράγματι δύσκολο να εξασφαλίσουμε την εσωτερική συνοχή της ΕΕ αν η Γερμανία αρχίσει να λειτουργεί απέναντι στους εταίρους της όπως ετοιμάζεται να κάνει η Κίνα απέναντι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Γαλλία, αλλά και η Ιταλία, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Ισπανία πρέπει να προβούν σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να διαχειριστούν το έλλειμμά τους. Η Γερμανία όμως οφείλει επίσης να αλλάξει προσανατολισμό στο μοντέλο ανάπτυξής της ώστε να λάβει υπόψη της και τους άλλους Ευρωπαίους. Είναι εμφανές ότι δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί με δηλώσεις, οι οποίες επιπλέον λαμβάνουν τη μορφή πρόκλησης. Να γιατί είναι τόσο πολύπλοκη η δουλειά του έλληνα Πρωθυπουργού...
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα»
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artId=321527&dt=21/03/2010#ixzz0j0B0YKVQ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου