Πώς έχασε η Σερί Μπλερ
Η μεγάλη νίκη του δικηγόρου, πρόσφυγα από την Αμμόχωστο, κ. Κ. Καντούνα, ο οποίος δεν πληρώθηκε ούτε ευρώ
Ν. ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ- ΒΗΜΑ
Η ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ κυρία Σερί Μπουθ-Μπλερ, σύζυγος του Τόνι Μπλερ, είχε συνηθίσει, κυρίως από τότε που ο σύζυγός της ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, να εξέρχεται της δικαστικής αιθούσης μετά το πέρας μιας δίκης και να κατευθύνεται στο πολυτελές νομικό της γραφείο στo Μatrix Chambers, στο Strand, στο κέντρο του Λονδίνου, ως νικήτρια. Την περασμένη Τρίτη, όμως, στο Βρετανικό Εφετείο, όπου παιζόταν η τελευταία, όπως απεδείχθη, πράξη της υπόθεσης «Αποστολίδης εναντίον Οραμς», η δικηγόρος κυρία Μπλερ απέφυγε να δώσει το «παρών».
Φαίνεται ότι γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να αλλάξει την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι ο ελληνοκύπριος αρχιτέκτονας κ. Μελέτης Αποστολίδης θα δικαιωνόταν στην προσφυγή του εναντίον του ζεύγους Ντέιβιντ και Λίντα Οραμς για την περιουσία του στην κατεχόμενη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας μεταβάλλοντας άρδην κατά ορισμένους την ιστορία του Περιουσιακού στη Μεγαλόνησο. Ηταν μια ήττα, επί βρετανικού μάλιστα εδάφους, για τη σύζυγο του κ. Τόνι Μπλερ, η οποία θέλησε, αντί παχυλής αμοιβής, αυτή και οι συνεργάτες της, ανάμεσα στους οποίους και δύο τουρκοκύπριοι νομικοί- μόνιμοι κάτοικοι Λονδίνου,να υπερασπισθούν μια άδικη υπόθεση, τον σφετερισμό, δηλαδή, ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα.
O τρόπος που έχασε τη δίκη στην υπόθεση «Αποστολίδης εναντίον Οραμς» η κυρία Σερί Μπλερ προβλημάτισε τους 14.000- οι περισσότεροι συμπατριώτες της- οι οποίοι είχαν αγοράσει ακίνητη περιουσία από Τουρκοκυπρίους στα Κατεχόμενα και τώρα, μετά την απόφαση του Βρετανικού Εφετείου, σπεύδουν να την πωλήσουν όσο όσο για να μη χάσουν εντελώς τα χρήματά τους. Για τους βρετανούς «επενδυτές» στα Κατεχόμενα η κυρία Μπλερ με τη δίκη που έχασε αποτελεί πλέον παράγοντα οικονομικής αποσταθεροποίησης των περιουσιών τους.
▅ Στο δικαστήριο με την Τζάγκουαρ
Στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν παρουσιαζόταν ποτέ ως «κυρία Σερί Μπλερ» αλλά προτιμούσε να χρησιμοποιεί για ευνόητους λόγους το πατρικό της όνομα «κυρία Σερί Μπουθ», με το οποίο εμφανίστηκε και στους πελάτες της όταν ανελάμβανε την υπόθεση του ζεύγους Οραμς. Παρ΄ ότι επιχειρούσε να περνά απαρατήρητη όταν εξέταζε μάρτυρες και όταν αγόρευε φορώντας την παραδοσιακή τήβεννο και την αυστηρή λευκή περούκα, όπως όλοι οι νομικοί που χρησιμοποιούν όταν εμφανίζονται σε βρετανικά δικαστήρια την «αριστοκρατική ταυτότητά» τους, την πρόδιδαν συνήθως η απαστράπτουσα Τζάγκουαρ με την οποία πηγαινοερχόταν στα δικαστήρια, οι «φουσκωτοί» συνοδοί ασφαλείας που κάλυπταν κάθε βήμα της και οι τρεις βοηθοί-συνεργάτες της που την ακολουθούσαν σε κάθε δίκη και τους οποίους συχνά συμβουλευόταν: η 50χρονη κυρία Αντζελα Γουόρντ, ο Τουρκοκύπριος κ. Ραμίας Γκερσέι, ο επίσης Τουρκοκύπριος Χασάν Μπαχίτ και ο διαπρεπής βρετανός δικηγόρος με τον οποίο στο παρελθόν είχαν συνεργαστεί πολλές φορές και είχαν μοιραστεί νίκες (και προφανώς χρήματα) σε σημαντικές νομικές υποθέσεις κ. Νίκολας Γκριν ήταν τα νομικά στηρίγματά της. Μόνο που στην πορεία της δικαστικής διαμάχης στην υπόθεση «Αποστολίδης εναντίον Οραμς» ένας από τους συνεργάτες της, ο Τουρκοκύπριος Χασάν Μπαχίτ, απώλεσε την άδεια τού δικηγορείν επειδή χρωστούσε λεφτά και επειδή γενικότερα υπήρξαν καταγγελίες εναντίον του για οικονομικές ατασθαλίες. Ηταν, όπως έσπευσαν να πουν μερικοί, το πρώτο πλήγμα στην υπόθεση Οραμς που δέχθηκε η κυρία Μπλερ με την τουρκοκυπριακή νομική υποστήριξη που διέθετε.
▅ Ακριβές υπηρεσίες
Ηταν κοινό μυστικό στους δικαστικούς κύκλους της Βρετανίας αλλά και της Κύπρου ότι το νομικό γραφείο της κυρίας Σερί Μπουθ-Μπλερ ήταν από τα πιο ακριβά και τα πιο αποτελεσματικά στην Ευρώπη. Ηταν επίσης κοινό μυστικό ότι μόνο για την πρωτόδικη εκδίκαση της υπόθεσης Οραμς καταβλήθηκαν από τους ενδιαφερομένους περί τις 750.000
στερλίνες (μια πληροφορία η οποία ουδέποτε διαψεύστηκε), ενώ η αμοιβή του 43χρονου ελληνοκύπριου συνήγορου του κ. Μελέτη Αποστολίδη κ. Κωνσταντή Καντούνα - πρόσφυγας και αυτός από την Αμμόχωστο- που βρέθηκε ξαφνικά δικαστικά αντιμέτωπος με την κυρία Μπλερ ήταν... μηδέν ευρώ.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που η σύζυγος του πάλαι ποτέ πανίσχυρου πρωθυπουργού της Βρετανίας τάραζε το πολιτικό- δικαστικό στερέωμα. Οταν το 2005 ανελάμβανε να σώσει το σπίτι του ζεύγους Οραμς, αυτομάτως οι σχέσεις Λευκωσίας- Λονδίνου τέθηκαν σε δοκιμασία. Η κυπριακή κυβέρνηση, διά του τότε υπουργού Εξωτερικών κ. Γ. Ιακώβου, έκανε παραστάσεις στο Λονδίνο και ο γενικός διευθυντής του κυπριακού υπουργείου Εξωτερικών κ. Σώτος Ζακχαίος κάλεσε στο υπουργείο τον (τότε) επιτετραμμένο του Ηνωμένου Βασιλείου στη Λευκωσία κ. Ρόμπερτ Φεν και του επέδωσε διάβημα. Η κυρία Σερί Μπλερ, όμως, αδιαφορώντας για όλα αυτά τα διαβήματα και τη διατάραξη των σχέσεων Λονδίνου- Λευκωσίας, επέμεινε να αναλάβει να υπερασπιστεί και το ζεύγος Οραμς αλλά και τους Τουρκοκυπρίους.
Το Φόρεϊν Οφις άφησε για λίγο τις υποθέσεις στο Ιράκ και ανέλαβε με διπλωματική ευελιξία την υπεράσπιση της κυρίας Μπλερ λέγοντας ότι η σύζυγος του Πρωθυπουργού είναι δικηγόρος και ενεργεί υπό την επαγγελματική της ιδιότητα, ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει οποιαδήποτε ανάμειξη και δεν πρέπει να αποδίδονται πολιτικές σκοπιμότητες στην ανάληψη της υπόθεσης. Ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος πάγωσε τις βρετανοκυπριακές σχέσεις, γιατί, όπως ειπώθηκε, η ενέργεια της συζύγου του βρετανού πρωθυπουργού προκαλεί τα αισθήματα των εκτοπισμένων αλλά και της πολυπληθούς κυπριακής παροικίας στο Λονδίνο. Οι μόνοι που πανηγύριζαν ήταν οι Τουρκοκύπριοι, που βρήκαν έναν ανέλπιστο υποστηρικτή με διεθνή ακτινοβολία, τη σύζυγο του πλέον δημοφιλούς τότε πρωθυπουργού της Βρετανίας, για να νομιμοποιήσει τις περιουσίες που άρπαξαν από τους Ελληνοκυπρίους κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Εν συνεχεία θα επιχειρούσαν να τις πουλήσουν σε Βρετανούς, Γερμανούς, Ισραηλινούς και Ρώσους για να κερδίσουν χρήματα από το τίποτε: πουλώντας, δηλαδή, ακίνητα σε παραθαλάσσιες περιοχές της Κερύνειας που δεν τους ανήκαν, τις οποίες άρπαξαν οι τούρκοι εισβολείς το καλοκαίρι του 1974 από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.
▅ Οι ανησυχίες της Λευκωσίας
Ποιος αλήθεια στην Κύπρο δεν είχε ανησυχήσει τότε; Μια προβεβλημένη δικηγόρος, σύζυγος του πανίσχυρου τότε βρετανού πρωθυπουργού, ανελάμβανε μια δίκη την οποία οι Κύπριοι θεωρούσαν «εθνική υπόθεση». Στην πραγματικότητα, αν κέρδιζε τη δικαστική μάχη η κυρία Μπλερ, τότε θα άνοιγε ο δρόμος όχι μόνο για την άρση της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων αλλά και για την αναγνώριση των Κατεχομένων. Και όμως η κυρία Μπλερ έχασε διότι είχε άδικο να πιστεύει ότι μπορούσε να ακυρώσει μια απόφαση κυπριακού δικαστηρίου σε ένα βρετανικό δικαστήριο μόνο και μόνο παίζοντας με πολιτικούς όρους, ότι ενδεχόμενη καταδίκη των Οραμς ίσως «θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη στη Βρετανία και τη διαδικασία των ενδοκυπριακών συνομιλιών». Εχασε επειδή ούτε καν παρέστη στο Βρετανικό Εφετείο, έχασε, τέλος, επειδή υποτίμησε το κοινοτικό κεκτημένο, ότι δηλαδή μια απόφαση ενός κυπριακού δικαστηρίου (που πρώτο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για το ζεύγος Οραμς) δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από βρετανικό δικαστήριο.
▅ Δάκρυσε όταν κατάλαβε ότι χάνει
«Ηταν σπουδαία αντίπαλος,έξυπνη, με διεισδυτική αντίληψη, οξυδερκής, κυρία πραγματική, μια καλή νομικός» τη σχολιάζει ο «αντίπαλός» της στο βρετανικό δικαστήριο κ. Καντούνας: «Πίστευε στην υπόθεση. Στο τέλος της πρώτης φάσης, μάλιστα, όταν κατάλαβε ότι έχανε, είχε δακρύσει. Τότε μου δικαιολογήθηκε ότι δάκρυσε για την περιπέτεια που θα είχαν οι Οραμς, που έκαναν τόσα έξοδα, που αγόρασαν σπίτι και σε περίπτωση που δεν κερδίσει την υπόθεσηθα ήταν το ζεύγος υποχρεωμένο να αρχίσει την κατεδάφιση...».
Ηταν τόσο το πάθος της για την υπόθεση αυτή που είχε φθάσει στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμη και την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα του προέδρου του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) κ. Β. Σκουρή. Και τούτο γιατί, όπως ισχυρίστηκε η κυρία Μπλερ, ο δικαστής κ. Σκουρής είχε παρασημοφορηθεί από τον (τότε) πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και επειδή 15 ημέρες πριν από τη δίκη είχε δεχθεί κυπρίους πολιτικούς παράγοντες στο Λουξεμβούργο. Ο συνήγορος του κ. Αποστολίδη είχε ζητήσει από το βρετανικό δικαστήριο να αποταθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ερμηνεία ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το ΔΕΚ δέχθηκε ομόφωνα τη θέση του κ. Αποστολίδη. Η κυρία Μπλερ όμως δεν το έβαλε κάτω. Ηταν μεγάλη η πεποίθησή της ότι θα κερδίσει την υπόθεση και την πεποίθησή της αυτή τη μετέφερε και στους συνεργάτες της. Σε κάποια στιγμή ο δικαστής κ. Τζακ του πρωτόδικου Βρετανικού Εφετείου τούς ρώτησε αν πιστεύουν ότι θα κερδίσουν την υπόθεση. Οταν αυτοί απάντησαν καταφατικά, τότε είπε, όπως αφηγείται ο κ. Καντούνας: «Είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε μαζί μου πως λέτε ανοησίες».
Ν. ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ- ΒΗΜΑ
Η ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ κυρία Σερί Μπουθ-Μπλερ, σύζυγος του Τόνι Μπλερ, είχε συνηθίσει, κυρίως από τότε που ο σύζυγός της ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, να εξέρχεται της δικαστικής αιθούσης μετά το πέρας μιας δίκης και να κατευθύνεται στο πολυτελές νομικό της γραφείο στo Μatrix Chambers, στο Strand, στο κέντρο του Λονδίνου, ως νικήτρια. Την περασμένη Τρίτη, όμως, στο Βρετανικό Εφετείο, όπου παιζόταν η τελευταία, όπως απεδείχθη, πράξη της υπόθεσης «Αποστολίδης εναντίον Οραμς», η δικηγόρος κυρία Μπλερ απέφυγε να δώσει το «παρών».
Φαίνεται ότι γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να αλλάξει την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι ο ελληνοκύπριος αρχιτέκτονας κ. Μελέτης Αποστολίδης θα δικαιωνόταν στην προσφυγή του εναντίον του ζεύγους Ντέιβιντ και Λίντα Οραμς για την περιουσία του στην κατεχόμενη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας μεταβάλλοντας άρδην κατά ορισμένους την ιστορία του Περιουσιακού στη Μεγαλόνησο. Ηταν μια ήττα, επί βρετανικού μάλιστα εδάφους, για τη σύζυγο του κ. Τόνι Μπλερ, η οποία θέλησε, αντί παχυλής αμοιβής, αυτή και οι συνεργάτες της, ανάμεσα στους οποίους και δύο τουρκοκύπριοι νομικοί- μόνιμοι κάτοικοι Λονδίνου,να υπερασπισθούν μια άδικη υπόθεση, τον σφετερισμό, δηλαδή, ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα.
O τρόπος που έχασε τη δίκη στην υπόθεση «Αποστολίδης εναντίον Οραμς» η κυρία Σερί Μπλερ προβλημάτισε τους 14.000- οι περισσότεροι συμπατριώτες της- οι οποίοι είχαν αγοράσει ακίνητη περιουσία από Τουρκοκυπρίους στα Κατεχόμενα και τώρα, μετά την απόφαση του Βρετανικού Εφετείου, σπεύδουν να την πωλήσουν όσο όσο για να μη χάσουν εντελώς τα χρήματά τους. Για τους βρετανούς «επενδυτές» στα Κατεχόμενα η κυρία Μπλερ με τη δίκη που έχασε αποτελεί πλέον παράγοντα οικονομικής αποσταθεροποίησης των περιουσιών τους.
▅ Στο δικαστήριο με την Τζάγκουαρ
Στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν παρουσιαζόταν ποτέ ως «κυρία Σερί Μπλερ» αλλά προτιμούσε να χρησιμοποιεί για ευνόητους λόγους το πατρικό της όνομα «κυρία Σερί Μπουθ», με το οποίο εμφανίστηκε και στους πελάτες της όταν ανελάμβανε την υπόθεση του ζεύγους Οραμς. Παρ΄ ότι επιχειρούσε να περνά απαρατήρητη όταν εξέταζε μάρτυρες και όταν αγόρευε φορώντας την παραδοσιακή τήβεννο και την αυστηρή λευκή περούκα, όπως όλοι οι νομικοί που χρησιμοποιούν όταν εμφανίζονται σε βρετανικά δικαστήρια την «αριστοκρατική ταυτότητά» τους, την πρόδιδαν συνήθως η απαστράπτουσα Τζάγκουαρ με την οποία πηγαινοερχόταν στα δικαστήρια, οι «φουσκωτοί» συνοδοί ασφαλείας που κάλυπταν κάθε βήμα της και οι τρεις βοηθοί-συνεργάτες της που την ακολουθούσαν σε κάθε δίκη και τους οποίους συχνά συμβουλευόταν: η 50χρονη κυρία Αντζελα Γουόρντ, ο Τουρκοκύπριος κ. Ραμίας Γκερσέι, ο επίσης Τουρκοκύπριος Χασάν Μπαχίτ και ο διαπρεπής βρετανός δικηγόρος με τον οποίο στο παρελθόν είχαν συνεργαστεί πολλές φορές και είχαν μοιραστεί νίκες (και προφανώς χρήματα) σε σημαντικές νομικές υποθέσεις κ. Νίκολας Γκριν ήταν τα νομικά στηρίγματά της. Μόνο που στην πορεία της δικαστικής διαμάχης στην υπόθεση «Αποστολίδης εναντίον Οραμς» ένας από τους συνεργάτες της, ο Τουρκοκύπριος Χασάν Μπαχίτ, απώλεσε την άδεια τού δικηγορείν επειδή χρωστούσε λεφτά και επειδή γενικότερα υπήρξαν καταγγελίες εναντίον του για οικονομικές ατασθαλίες. Ηταν, όπως έσπευσαν να πουν μερικοί, το πρώτο πλήγμα στην υπόθεση Οραμς που δέχθηκε η κυρία Μπλερ με την τουρκοκυπριακή νομική υποστήριξη που διέθετε.
▅ Ακριβές υπηρεσίες
Ηταν κοινό μυστικό στους δικαστικούς κύκλους της Βρετανίας αλλά και της Κύπρου ότι το νομικό γραφείο της κυρίας Σερί Μπουθ-Μπλερ ήταν από τα πιο ακριβά και τα πιο αποτελεσματικά στην Ευρώπη. Ηταν επίσης κοινό μυστικό ότι μόνο για την πρωτόδικη εκδίκαση της υπόθεσης Οραμς καταβλήθηκαν από τους ενδιαφερομένους περί τις 750.000
στερλίνες (μια πληροφορία η οποία ουδέποτε διαψεύστηκε), ενώ η αμοιβή του 43χρονου ελληνοκύπριου συνήγορου του κ. Μελέτη Αποστολίδη κ. Κωνσταντή Καντούνα - πρόσφυγας και αυτός από την Αμμόχωστο- που βρέθηκε ξαφνικά δικαστικά αντιμέτωπος με την κυρία Μπλερ ήταν... μηδέν ευρώ.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που η σύζυγος του πάλαι ποτέ πανίσχυρου πρωθυπουργού της Βρετανίας τάραζε το πολιτικό- δικαστικό στερέωμα. Οταν το 2005 ανελάμβανε να σώσει το σπίτι του ζεύγους Οραμς, αυτομάτως οι σχέσεις Λευκωσίας- Λονδίνου τέθηκαν σε δοκιμασία. Η κυπριακή κυβέρνηση, διά του τότε υπουργού Εξωτερικών κ. Γ. Ιακώβου, έκανε παραστάσεις στο Λονδίνο και ο γενικός διευθυντής του κυπριακού υπουργείου Εξωτερικών κ. Σώτος Ζακχαίος κάλεσε στο υπουργείο τον (τότε) επιτετραμμένο του Ηνωμένου Βασιλείου στη Λευκωσία κ. Ρόμπερτ Φεν και του επέδωσε διάβημα. Η κυρία Σερί Μπλερ, όμως, αδιαφορώντας για όλα αυτά τα διαβήματα και τη διατάραξη των σχέσεων Λονδίνου- Λευκωσίας, επέμεινε να αναλάβει να υπερασπιστεί και το ζεύγος Οραμς αλλά και τους Τουρκοκυπρίους.
Το Φόρεϊν Οφις άφησε για λίγο τις υποθέσεις στο Ιράκ και ανέλαβε με διπλωματική ευελιξία την υπεράσπιση της κυρίας Μπλερ λέγοντας ότι η σύζυγος του Πρωθυπουργού είναι δικηγόρος και ενεργεί υπό την επαγγελματική της ιδιότητα, ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει οποιαδήποτε ανάμειξη και δεν πρέπει να αποδίδονται πολιτικές σκοπιμότητες στην ανάληψη της υπόθεσης. Ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος πάγωσε τις βρετανοκυπριακές σχέσεις, γιατί, όπως ειπώθηκε, η ενέργεια της συζύγου του βρετανού πρωθυπουργού προκαλεί τα αισθήματα των εκτοπισμένων αλλά και της πολυπληθούς κυπριακής παροικίας στο Λονδίνο. Οι μόνοι που πανηγύριζαν ήταν οι Τουρκοκύπριοι, που βρήκαν έναν ανέλπιστο υποστηρικτή με διεθνή ακτινοβολία, τη σύζυγο του πλέον δημοφιλούς τότε πρωθυπουργού της Βρετανίας, για να νομιμοποιήσει τις περιουσίες που άρπαξαν από τους Ελληνοκυπρίους κατά την τουρκική εισβολή του 1974. Εν συνεχεία θα επιχειρούσαν να τις πουλήσουν σε Βρετανούς, Γερμανούς, Ισραηλινούς και Ρώσους για να κερδίσουν χρήματα από το τίποτε: πουλώντας, δηλαδή, ακίνητα σε παραθαλάσσιες περιοχές της Κερύνειας που δεν τους ανήκαν, τις οποίες άρπαξαν οι τούρκοι εισβολείς το καλοκαίρι του 1974 από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.
▅ Οι ανησυχίες της Λευκωσίας
Ποιος αλήθεια στην Κύπρο δεν είχε ανησυχήσει τότε; Μια προβεβλημένη δικηγόρος, σύζυγος του πανίσχυρου τότε βρετανού πρωθυπουργού, ανελάμβανε μια δίκη την οποία οι Κύπριοι θεωρούσαν «εθνική υπόθεση». Στην πραγματικότητα, αν κέρδιζε τη δικαστική μάχη η κυρία Μπλερ, τότε θα άνοιγε ο δρόμος όχι μόνο για την άρση της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων αλλά και για την αναγνώριση των Κατεχομένων. Και όμως η κυρία Μπλερ έχασε διότι είχε άδικο να πιστεύει ότι μπορούσε να ακυρώσει μια απόφαση κυπριακού δικαστηρίου σε ένα βρετανικό δικαστήριο μόνο και μόνο παίζοντας με πολιτικούς όρους, ότι ενδεχόμενη καταδίκη των Οραμς ίσως «θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη στη Βρετανία και τη διαδικασία των ενδοκυπριακών συνομιλιών». Εχασε επειδή ούτε καν παρέστη στο Βρετανικό Εφετείο, έχασε, τέλος, επειδή υποτίμησε το κοινοτικό κεκτημένο, ότι δηλαδή μια απόφαση ενός κυπριακού δικαστηρίου (που πρώτο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για το ζεύγος Οραμς) δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από βρετανικό δικαστήριο.
▅ Δάκρυσε όταν κατάλαβε ότι χάνει
«Ηταν σπουδαία αντίπαλος,έξυπνη, με διεισδυτική αντίληψη, οξυδερκής, κυρία πραγματική, μια καλή νομικός» τη σχολιάζει ο «αντίπαλός» της στο βρετανικό δικαστήριο κ. Καντούνας: «Πίστευε στην υπόθεση. Στο τέλος της πρώτης φάσης, μάλιστα, όταν κατάλαβε ότι έχανε, είχε δακρύσει. Τότε μου δικαιολογήθηκε ότι δάκρυσε για την περιπέτεια που θα είχαν οι Οραμς, που έκαναν τόσα έξοδα, που αγόρασαν σπίτι και σε περίπτωση που δεν κερδίσει την υπόθεσηθα ήταν το ζεύγος υποχρεωμένο να αρχίσει την κατεδάφιση...».
Ηταν τόσο το πάθος της για την υπόθεση αυτή που είχε φθάσει στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμη και την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα του προέδρου του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) κ. Β. Σκουρή. Και τούτο γιατί, όπως ισχυρίστηκε η κυρία Μπλερ, ο δικαστής κ. Σκουρής είχε παρασημοφορηθεί από τον (τότε) πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και επειδή 15 ημέρες πριν από τη δίκη είχε δεχθεί κυπρίους πολιτικούς παράγοντες στο Λουξεμβούργο. Ο συνήγορος του κ. Αποστολίδη είχε ζητήσει από το βρετανικό δικαστήριο να αποταθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ερμηνεία ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το ΔΕΚ δέχθηκε ομόφωνα τη θέση του κ. Αποστολίδη. Η κυρία Μπλερ όμως δεν το έβαλε κάτω. Ηταν μεγάλη η πεποίθησή της ότι θα κερδίσει την υπόθεση και την πεποίθησή της αυτή τη μετέφερε και στους συνεργάτες της. Σε κάποια στιγμή ο δικαστής κ. Τζακ του πρωτόδικου Βρετανικού Εφετείου τούς ρώτησε αν πιστεύουν ότι θα κερδίσουν την υπόθεση. Οταν αυτοί απάντησαν καταφατικά, τότε είπε, όπως αφηγείται ο κ. Καντούνας: «Είμαι σίγουρος ότι συμφωνείτε μαζί μου πως λέτε ανοησίες».
Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/01/blog-post_5603.html#ixzz0dXz0H3yG
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου