Δύο σενάρια για το μέλλον μας: Μαύρο και Ασπρο
Οι πρώτες εκατό μέρες της διακυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου είναι ήδη πίσω μας και η περίοδος χάριτος για την αδοκίμαστη κυβέρνησή του έχει πλέον λήξει. Η αποτίμηση του έργου της σχετικά νέας κυβέρνησης θα γίνεται στο εξής με βάση τις πράξεις της και όχι τις προθέσεις ή τις διακηρύξεις της.
Ο γράφων έχει συχνά χαρακτηρισθεί αθεράπευτα αισιόδοξος. Και οι προβλέψεις, σε μέρες μεγάλης κρίσης, όπως οι δικές μας, είναι επιεικώς παρακινδυνευμένες. Συνήθως, η εύκολη διέξοδος για τον σχολιαστή είναι η αντιπαραβολή εναλλακτικών σεναρίων που καλύπτουν την γκάμα των μελλοντικών πιθανοτήτων. Θα παρουσιάσω δύο σενάρια, παρακάτω, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι ευχή και πρόβλεψή μου είναι σύντομα να ξαναδούμε μιαν «άσπρη μέρα».
Το μαύρο σενάριο συνεπάγεται μια κυβέρνηση άτολμη και εσωτερικά διχασμένη, η οποία συνεχώς υπολογίζει το πολιτικό κόστος και συστηματικά αναβάλλει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση αυτή συνοδεύεται από μια αξιωματική αντιπολίτευση με συγκρουσιακή προδιάθεση (λέμε «όχι σε όλα), που καθορίζει τις επιλογές της με βάση διαδοχικές δημοσκοπήσεις απαιτώντας την προσφυγή στις κάλπες ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία. Τα μικρότερα κόμματα, δεξιά και αριστερά του κέντρου, αρνούνται ευρύτερες συνεργασίες και λαϊκίζουν εκ του ασφαλούς πασχίζοντας να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους γύρω από ένα «βατό» πέντε τοις εκατό. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανταγωνίζονται στην επιλεκτική και εισαγγελική τους συνδιαλλαγή και κινδυνολογία. Τα συνδικάτα και οι υπόλοιπες ομάδες πίεσης προφυλάσσουν με κάθε τρόπο τα «αδιαπραγμάτευτα» κεκτημένα τους, οι τράπεζες, οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστές νοιάζονται μόνο για την κερδοφορία τους, η ανώτερη παιδεία απουσιάζει και ετεροαπασχολείται, η Εκκλησία φροντίζει για την περιουσία της, η Δικαιοσύνη αργεί και ενίοτε καθοδηγείται και, γενικότερα, η κοινωνία μας (εμείς δηλαδή) πάσχουμε από ένα σοβαρότατο έλλειμμα αυτογνωσίας – καταγγέλοντας αλλήλους ή φορτώνοντας όλες τις ευθύνες της κακοδαιμονίας μας σε ξένους συνωμοτικούς κύκλους. Το μαύρο σενάριο, σε τελευταία ανάλυση, βασίζεται στην πλήρη απόρριψη των πραγματικών περιστάσεων και είναι καταδικασμένο να καταλήξει στην κοινωνική καχεξία, την οικονομική πτώχευση, την απομάκρυνση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την αναπόφευκτη πολιτική αστάθεια.
Το λευκό σενάριο αρχίζει με την παραδοχή ότι η ελληνική κοινωνία επί τέλους έχει αναγνωρίσει το εύρος και τη σοβαρότητα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Και αυτό ευτυχώς φαίνεται να συμβαίνει στις μέρες μας. Στην κυβέρνηση –με ελάχιστες εξαιρέσεις που θυμίζουν το παλιό ΠΑΣΟΚ– οι υπουργοί φαίνονται αποφασισμένοι να εφαρμόσουν τα αναγκαία μέτρα λιτότητας σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η απάντηση «δεν υπάρχουν χρήματα», παρά τις προεκλογικές του τοποθετήσεις, δίνεται όλο και συχνότερα από τον πρωθυπουργό και τα κυβερνητικά στελέχη. Η αξιωματική αντιπολίτευση με νέο αρχηγό, τον Αντώνη Σαμαρά, αποφεύγει ευτυχώς τακτικές τύπου ΠΑΣΟΚ (δομικής αντιπολίτευσης) της προηγούμενης πενταετίας, συναισθάνεται τη σοβαρότητα του προβλήματος και δείχνει διατεθειμένη να συνδράμει σε κάθε σωστή και απαραίτητη κίνηση αντιμετώπισης του τεράστιου οικονομικού προβλήματος. Οι υπόλοιποι, ο λαός δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε –ελπίζω– τις διαστάσεις της κρίσης αλλά συνήθως περιμένουμε από τον διπλανό μας να κάνει τις θυσίες. Αν κρίνουμε από την άκαμπτη συμπεριφορά των αγροτών μας, καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μακρύς ακόμη δρόμος για την αλλαγή της πελατειακής νοοτροπίας της κοινωνίας μας. Τέλος, στα θετικά του λευκού σεναρίου πρέπει να προσθέσουμε μια προοπτική τετραετούς πολιτικής σταθερότητας, με δεδομένη την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια στην Προεδρία της Δημοκρατίας και την άνετη πλειοψηφία των 160 βουλευτών που το ΠΑΣΟΚ διαθέτει στο Κοινοβούλιο.
Η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα είχε κακές και καλές στιγμές: Στις κακές μπορούμε να ταξινομήσουμε τους δύο μεγάλους διχασμούς (βασιλικών - βενιζελικών και κομμουνιστών - εθνικιστών), τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων, τις συνεχείς επεμβάσεις των στρατιωτικών μας στην πολιτική, τις δικτατορίες (Πάγκαλου, Μεταξά και Παπαδόπουλου/Ιωαννίδη), τις ανταγωνιστικές παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων στα κομματικά δρώμενα και τις αντίστοιχες εξαρτήσεις που αυτές δημιουργούσαν, τις παλινωδίες στη διαχείριση του πολιτειακού μας συστήματος (βασιλιάς μπαίνει, βασιλιάς βγαίνει), την απάνθρωπη κατοχή από τις δυνάμεις του Αξονα, τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο του 1944-49 και την ασύμμετρη εμπλοκή του Ελληνισμού σε μια συγκρουσιακή αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος (1955-74) που κατέληξε, μετά το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη, στη βάρβαρη τουρκική εισβολή και κατοχή μεγάλου τμήματος της Μεγαλονήσου.
Στις καλές στιγμές μπορούμε να πιστώσουμε τις νίκες μας στους δύο Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο καθώς και τη συνακόλουθη απελευθέρωση παραδοσιακά ελληνικών εδαφών και πληθυσμών (την ολοκλήρωση, δηλαδή, της Μεγάλης Ιδέας), την υπεράνθρωπη στέγαση και ενσωμάτωση ενάμιση εκατομμυρίου Μικρασιατών προσφύγων στη δεκαετία του 1920, την ηρωική αντίσταση στην εισβολή της Ιταλίας το 1940 και το έπος της Αλβανίας, την προσάρτηση της Δωδεκανήσου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, και –κορυφαίες πραγματικά στιγμές– τη σταθερή μετάβαση στην εδραιωμένη δημοκρατία μετά το 1974, την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ (1981), στην Ευρωζώνη (2000) και, φυσικά, την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004. Αν προσθέσουμε σ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές την επιτυχή οργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (που στη πράξη ήταν έργο δύο κυβερνήσεων – ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας), διαπιστώνουμε ότι κάθε φορά που ως Ελληνες συνειδητοποιούμε τον τεράστιο κίνδυνο ή την μεγάλη πρόκληση, συνεργαζόμαστε και πετυχαίνουμε.
Για να σταματήσουμε την οικονομική καταιγίδα, πρέπει να αντιληφθούμε ένα πράγμα: η αντιμετώπισή της δεν είναι δουλειά των «άλλων»... αλλά «όλων» μας!
* Ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ. (couloumbis@msn.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου