«Ζούμε ιστορικές στιγμές, παίρνουμε ιστορικές αποφάσεις, είμαστε μια ιστορική Κοινοβουλευτική Ομάδα», δήλωνε προχθές σε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ο Πρωθυπουργός. Με το κατά πόσον η Κοινοβουλευτική Ομάδα της πλειοψηφίας είναι «ιστορική» μάλλον κανείς δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί, πέρα από τους συμμετέχοντες σε αυτήν. Ομως, τις «ιστορικές στιγμές» τις ζούμε όλοι. Και τις «ιστορικές αποφάσεις» τις λαμβάνει η κυβέρνηση. Η Ιστορία είναι γεμάτη εξάρσεις και δράματα. Εχει, επίσης, τις ειρωνείες της. Οσοι αισθάνονται ότι «γράφουν Ιστορία», δηλαδή τα πολιτικά υποκείμενα, δεν πραγματοποιούν μια ιδεατή ελεύθερη βούληση. Και συχνά, τα αποτελέσματα αποκλίνουν από τους σκοπούς. Ομως, για μια κυβέρνηση σε περίοδο κρίσης έχει ζωτική σημασία οι σκοποί να επικοινωνούνται με σαφήνεια και να επιδιώκεται η μέγιστη συνοχή ανάμεσα στα λόγια και στα έργα.
Πράγματι, η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Μαζί της και η χώρα. Είναι καιρός η κυβέρνηση να αναλάβει στο ακέραιο την πολιτική ευθύνη της. Η συζήτηση για τις έξωθεν επιβολές του Μνημονίου είναι άγονη και παρελκυστική. Αν έχουμε κυβέρνηση, τότε οι ρυθμίσεις του Μνημονίου συνιστούν κυβερνητική πολιτική. Με αυτά τα δεδομένα, η ευθύνη της κυβέρνησης είναι να οδηγήσει τη χώρα σε ένα καλύτερο αύριο. Και η ευθύνη αυτή δεν μεταβιβάζεται. Αυτονόητο; Ισως όχι όσο θα όφειλε.
Τους περασμένους μήνες, από την υπογραφή του Μνημονίου μέχρι και χθες, ζήσαμε μια δραστική εσωτερική αναδιανομή του δημόσιου χρέους. Στο σημείο που βρισκόμαστε, πολλοί έχουν την αίσθηση μεγάλης αδικίας: Κόπηκαν μισθοί και συντάξεις. Το μακροοικονομικό αποτέλεσμα είναι θετικό. Ομως, στο «μαξιλάρι» που δημιουργήθηκε δεν μπορεί να αναπαυθεί καμιά κυβερνητική κεφαλή. Αν συνέβαινε αυτό, θα ήταν σαν η κυβέρνηση να εφάρμοζε το πρόγραμμα «κρέας έναντι λίπους». Δηλαδή, δίνουμε τις σάρκες μας για να συντηρήσουμε το λίπος μας. Αυτό μας επισημαίνουν σήμερα οι κατάπτυστοι «χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι» της τρόικας ή «φον Φούφουτοι», κατά μια άλλη (κυβερνητική) εκδοχή. Στην κυβέρνηση μπορούν να αστειεύονται και λίγο, για να εκτονωθούν από την πίεση. Ομως φαίνεται πως αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η πίεση δεν τους ασκείται από την τρόικα, αλλά από την πραγματικότητα. Την ελληνική πραγματικότητα.
Αν δεν υπήρχε η τρόικα, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Ισως να την εφευρίσκαμε πολύ καλύτερη, αλλά αυτά είναι θεωρίες. Γιατί στην πράξη αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαμε να την εφεύρουμε καθόλου. Πρόκειται για μια ιστορική αποτυχία. Ομως, δεν χρειάζονται άλλα θεωρητικά δάκρυα, πέρα από εκείνα- τα πραγματικά- των ανέργων και όσων άλλων οδηγούνται σε αδιέξοδο. Χρειάζεται διέξοδος. Με τα επικείμενα διαρθρωτικά μέτρα φαίνεται ότι η κυβέρνηση το πήρε απόφαση. Ο κύβος ερρίφθη- αν και τα ζάρια δεν έχουν ακόμα πέσει στο έδαφος.
Το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Σημίτη, όσο επιχειρήθηκε, έμεινε ημιτελές και εν μέρει αναστράφηκε. Τώρα οδηγούμαστε εξ ανάγκης στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, έστω και χωρίς πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας της. Στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» της περασμένης εβδομάδας, ο Γιάννης Βούλγαρης περιέγραφε ως στόχους μιας «νέας στρατηγικής» αφ΄ ενός την «αναβάθμιση της Ελλάδας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας» και αφ΄ ετέρου «τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χαμηλών στρωμάτων και της επισφαλούς εργασίας». Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί. Διότι η συμμετοχή στον «διεθνή καταμερισμό εργασίας» δεν εξασφαλίζει καμιά θέση στον Παράδεισο. Ιδιαίτερα η «παλαιά» Ευρώπη πιέζεται στην περιοχή των εργασιακών δικαιωμάτων και των μορφών εργασίας (που πλέον βαφτίζεται «απασχόληση»). Ταυτόχρονα, το κοινωνικό δίχτυ που αντισταθμίζει τις πιέσεις αναγκάζεται να αραιώσει. Ομως, αν πρόκειται να το παλέψουμε, χρειάζεται στη φάση αυτή να συγχρονίσουμε το βήμα μας με εκείνους που αποτελούν τους δυνητικούς συμμάχους μας. Να πάρουμε μέρος στους ίδιους αγώνες. Να παίξουμε στο ίδιο γήπεδο. Γιατί μόνοι μας στον Παράδεισο δεν βρισκόμασταν ούτε πριν. Αντίθετα, αυτό που βιώνουμε είναι το κόστος της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» που μετακυλιόταν διαρκώς, ώσπου κύλησε στο κεφάλι μας.
Το τοπίο είναι ρευστό, αλλά δεν είναι ομιχλώδες- εκτός αν έχουν θολώσει τελείως τα μάτια μας. Χωρίς αναβολές και προσχήματα περί τάιμινγκ, η κυβέρνηση έχει να κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα- τώρα. Και αυτά συνιστούν εθνική πολιτική. Οι «φον Φούφουτοι» είναι αποκυήματα πολιτικής φαντασίας. Αλλωστε στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν τίτλοι και διακριτικά ευγενείας, μπορεί κανείς να είναι «Φούφουτος» χωρίς να είναι «φον». Είναι, όμως, εύλογο ότι κανένα μέλος της πολιτικής μας ηγεσίας δεν θα ήθελε να περάσει στην Ιστορία με αυτό το προσωνύμιο.
Πράγματι, η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Μαζί της και η χώρα. Είναι καιρός η κυβέρνηση να αναλάβει στο ακέραιο την πολιτική ευθύνη της. Η συζήτηση για τις έξωθεν επιβολές του Μνημονίου είναι άγονη και παρελκυστική. Αν έχουμε κυβέρνηση, τότε οι ρυθμίσεις του Μνημονίου συνιστούν κυβερνητική πολιτική. Με αυτά τα δεδομένα, η ευθύνη της κυβέρνησης είναι να οδηγήσει τη χώρα σε ένα καλύτερο αύριο. Και η ευθύνη αυτή δεν μεταβιβάζεται. Αυτονόητο; Ισως όχι όσο θα όφειλε.
Τους περασμένους μήνες, από την υπογραφή του Μνημονίου μέχρι και χθες, ζήσαμε μια δραστική εσωτερική αναδιανομή του δημόσιου χρέους. Στο σημείο που βρισκόμαστε, πολλοί έχουν την αίσθηση μεγάλης αδικίας: Κόπηκαν μισθοί και συντάξεις. Το μακροοικονομικό αποτέλεσμα είναι θετικό. Ομως, στο «μαξιλάρι» που δημιουργήθηκε δεν μπορεί να αναπαυθεί καμιά κυβερνητική κεφαλή. Αν συνέβαινε αυτό, θα ήταν σαν η κυβέρνηση να εφάρμοζε το πρόγραμμα «κρέας έναντι λίπους». Δηλαδή, δίνουμε τις σάρκες μας για να συντηρήσουμε το λίπος μας. Αυτό μας επισημαίνουν σήμερα οι κατάπτυστοι «χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι» της τρόικας ή «φον Φούφουτοι», κατά μια άλλη (κυβερνητική) εκδοχή. Στην κυβέρνηση μπορούν να αστειεύονται και λίγο, για να εκτονωθούν από την πίεση. Ομως φαίνεται πως αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η πίεση δεν τους ασκείται από την τρόικα, αλλά από την πραγματικότητα. Την ελληνική πραγματικότητα.
Αν δεν υπήρχε η τρόικα, θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Ισως να την εφευρίσκαμε πολύ καλύτερη, αλλά αυτά είναι θεωρίες. Γιατί στην πράξη αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαμε να την εφεύρουμε καθόλου. Πρόκειται για μια ιστορική αποτυχία. Ομως, δεν χρειάζονται άλλα θεωρητικά δάκρυα, πέρα από εκείνα- τα πραγματικά- των ανέργων και όσων άλλων οδηγούνται σε αδιέξοδο. Χρειάζεται διέξοδος. Με τα επικείμενα διαρθρωτικά μέτρα φαίνεται ότι η κυβέρνηση το πήρε απόφαση. Ο κύβος ερρίφθη- αν και τα ζάρια δεν έχουν ακόμα πέσει στο έδαφος.
Το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Σημίτη, όσο επιχειρήθηκε, έμεινε ημιτελές και εν μέρει αναστράφηκε. Τώρα οδηγούμαστε εξ ανάγκης στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, έστω και χωρίς πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας της. Στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» της περασμένης εβδομάδας, ο Γιάννης Βούλγαρης περιέγραφε ως στόχους μιας «νέας στρατηγικής» αφ΄ ενός την «αναβάθμιση της Ελλάδας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας» και αφ΄ ετέρου «τη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χαμηλών στρωμάτων και της επισφαλούς εργασίας». Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί. Διότι η συμμετοχή στον «διεθνή καταμερισμό εργασίας» δεν εξασφαλίζει καμιά θέση στον Παράδεισο. Ιδιαίτερα η «παλαιά» Ευρώπη πιέζεται στην περιοχή των εργασιακών δικαιωμάτων και των μορφών εργασίας (που πλέον βαφτίζεται «απασχόληση»). Ταυτόχρονα, το κοινωνικό δίχτυ που αντισταθμίζει τις πιέσεις αναγκάζεται να αραιώσει. Ομως, αν πρόκειται να το παλέψουμε, χρειάζεται στη φάση αυτή να συγχρονίσουμε το βήμα μας με εκείνους που αποτελούν τους δυνητικούς συμμάχους μας. Να πάρουμε μέρος στους ίδιους αγώνες. Να παίξουμε στο ίδιο γήπεδο. Γιατί μόνοι μας στον Παράδεισο δεν βρισκόμασταν ούτε πριν. Αντίθετα, αυτό που βιώνουμε είναι το κόστος της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» που μετακυλιόταν διαρκώς, ώσπου κύλησε στο κεφάλι μας.
Το τοπίο είναι ρευστό, αλλά δεν είναι ομιχλώδες- εκτός αν έχουν θολώσει τελείως τα μάτια μας. Χωρίς αναβολές και προσχήματα περί τάιμινγκ, η κυβέρνηση έχει να κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα- τώρα. Και αυτά συνιστούν εθνική πολιτική. Οι «φον Φούφουτοι» είναι αποκυήματα πολιτικής φαντασίας. Αλλωστε στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν τίτλοι και διακριτικά ευγενείας, μπορεί κανείς να είναι «Φούφουτος» χωρίς να είναι «φον». Είναι, όμως, εύλογο ότι κανένα μέλος της πολιτικής μας ηγεσίας δεν θα ήθελε να περάσει στην Ιστορία με αυτό το προσωνύμιο.
Χωρίς αναβολές και προσχήματα περί τάιμινγκ, η κυβέρνηση έχει να κάνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τώρα. Και αυτά συνιστούν εθνική πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου