Κύπρος, Αιγαίο, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Δυτική Θράκη... Αυτές είναι οι «λέξεις - κλειδιά» που ξεπηδούν από τις σελίδες κάθε συγγράμματος για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Οι διενέξεις αυτές είναι ευρέως γνωστές, όπως και οι μεταξύ μας ομοιότητες, που αποτελούν φυσική συνέπεια της συνύπαρξής μας για πέντε αιώνες, σε αυτό που ο Δημήτρης Κιτσίκης ονόμασε «Τουρκο-Ελληνική Αυτοκρατορία». Επειδή είναι γνωστές, λοιπόν, θα προτιμήσω να επικεντρωθώ σε έναν συγκεκριμένο ψυχολογικό παράγοντα που διαμορφώνει σήμερα τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
Πρόκειται για το πρόβλημα της ασύμμετρης αντίληψης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Την τελευταία δεκαετία, οι τουρκικές αντιλήψεις για την Ελλάδα ως απειλή μεταβλήθηκαν ριζικά. Παρά την ύπαρξη δυσεπίλυτων προβλημάτων στις μεταξύ μας σχέσεις (Κυπριακό, υφαλοκρηπίδα), η Ελλάδα έπαψε να συγκαταλέγεται στον κατάλογο των απειλών για την τουρκική κυβέρνηση, αλλά και για τον τουρκικό λαό. Οι αιτίες αυτής της «υποβάθμισης» της απειλής είναι δύο:
Πρώτη είναι η αυξανόμενη τουρκική αυτοπεποίθηση στη διεθνή σκηνή, μαζί με τη βελτίωση των διμερών σχέσεων, χάρη στη «διπλωματία των σεισμών», του 1999.
Δεύτερη, είναι η ανάδειξη νέων απειλών και πηγών αστάθειας στα ανατολικά και νότια των τουρκικών συνόρων, όπως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και η αναβίωση της ρωσικής ισχύος.
Ως αποτέλεσμα των απειλών αυτών, η Τουρκία αποφάσισε να αποσυνδέσει το Κυπριακό από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, να αντιμετωπίζει το θέμα της υφαλοκρηπίδας ως τεχνικό ζήτημα και όχι ως πολιτικό, αλλά και να δηλώσει -μέσω του πρωθυπουργού Ερντογάν- ότι ο χαρακτηρισμός «Οικουμενικό» για το Πατριαρχείο δεν ενοχλεί την Αγκυρα.
Δεν είμαι, όμως, σίγουρος ότι η ελληνική πλευρά μετάβαλε ανάλογα τις αντιλήψεις της απέναντι στην Τουρκία. Παρότι δεν είμαι ειδικός των ελληνικών πραγμάτων, εκτιμώ ότι η Τουρκία συνεχίζει να καταλαμβάνει σημαντική θέση στις ανησυχίες των Ελλήνων αξιωματούχων και του ελληνικού κοινού. Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται δύο παράγοντες: πρώτον, η Τουρκία είναι μια αναδυόμενη δύναμη, η γειτνίαση με την οποία δεν μπορεί παρά να είναι δύσκολη. Οι Ελληνες ανησυχούν -δικαίως- ότι η ενίσχυση της χώρας μας συνεπάγεται και ενίσχυση των φιλοδοξιών της στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ουδείς Τούρκος, όμως, ακόμη και ο πιο λυσσαλέος εθνικιστής, δεν καλλιεργεί οράματα εδαφικής κατάκτησης. Δεύτερον, η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν φαίνεται να μοιράζεται τις θέσεις του Δημήτρη Κιτσίκη περί ελληνικότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ετσι, είναι δύσκολο να μεταβληθούν οι επιφυλάξεις ενός λαού για εκείνους που θεωρεί πρώην δυνάστες του.
Η ασύμμετρη φύση της αντίληψης απειλών είναι σημαντική, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις, απογοητεύσεις και αίσθημα προδοσίας αν οι προσδοκίες για βελτίωση των σχέσεων δεν ευοδωθούν. Οπως συμβαίνει και στη ζωή των ανθρώπων, μια υγιής σχέση μεταξύ δύο κρατών απαιτεί και ψυχολογική ισορροπία.
Στις αρχές Ιουλίου βρέθηκα στο όμορφο νησί της Αίγινας για να παρακαθίσω σε συμπόσιο με θέμα που διοργάνωσε το Διεθνές Κέντρο Μελετών της Μαύρης Θάλασσας. Αφού άκουσα με προσοχή τους ομιλητές από τον Καύκασο να μιλούν για τους πολέμους στην περιοχή τους, Ελληνας συνάδελφός μου, μου επεσήμανε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των χωρών μας δεν του φαίνονταν πια τόσο σημαντικά. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε πόσο αληθινή είναι αυτή η διαπίστωση.
*Ο Balkan Devlen είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου