Δεν είναι ότι δεν το προσέχεις, εστιάζεις απλώς αλλού. Με πείσμα. Στο εξοχικό. Στα δέντρα και το μικρό μποστάνι, στο κρύο νερό της θάλασσας, όταν λίγο ξανοιχτείς, στη σκιά του μικρού κέδρου που σε περιμένει στις Μαρίκες. Δεν το καταφέρνεις πάντα. Καμιά φορά ο προορισμός δεν φτάνει να ακυρώσει τη διαδρομή σου.
Τι είναι η απόσταση από την Αθήνα ώς τη Ραφήνα; Και όμως, οδηγώντας στη Μαραθώνος είναι σαν να διατρέχεις ό, τι πάει στραβά στη χώρα. Από τον βιασμό του τοπίου (παντού καμένα ή καταπατημένα) και το «τσάτρα-πάτρα» της ανάπτυξης (έργα ναι, πεζοδρόμια όχι) μέχρι το προσκύνημα στην Αγία Οικοδομή. Μπαίνεις στον Γέρακα και δεν βγαίνεις ποτέ - πολυκατοικίες καρμπόν, μέχρι και στο ίδιο σομόν χρώμα, ανέμπνευστες, φτηνές, αλλά με υψηλότατο κόστος για την Αττική.
Θες έναν καφέ, δεν βγαίνει έτσι η οδήγηση μες στην κίνηση. Οπου και να σταματήσεις, το ίδιο. Οταν ξεκίνησε το μεγάλο «πήγαιν’ έλα» (το μεγάλο φαγοπότι δηλαδή) στα Μεσόγεια, στους ήδη πολλούς φούρνους και καφετέριες της (ολυμπιακής) διαδρομής προστέθηκαν άλλοι τόσοι. Το ίδιο μοτίβο: «καφές, τυρόπιτα, σάντουιτς» από τη μια, «ψωμί με προζύμι» από την άλλη. Ζήτημα να ξεχωρίζουν μία - δύο επιχειρήσεις· σαν ένα εργαστήριο να προμηθεύει όλο το λεκανοπέδιο. Πού πήγε το δαιμόνιο που μας ξεχώριζε και στα πέρατα του κόσμου;
Και ποια γενιά πρέπει να «κλαίει» το καλό μας γούστο; Παλλήνη και Πικέρμι. Χωριά που αναπτύχθηκαν πάνω στην κεντρική αρτηρία, όπως στο Φαρ Ουέστ, αλλά αντί να πλανεύουν τον ταξιδιώτη με αλκοόλ και γυναίκες, απλώνουν την πραμάτεια τους στον δρόμο. Ξερίζωσαν τα λιόδεντρα και φύτεψαν ταμπέλες, σκιάχτρα που διώχνουν όμως εσένα.
Φτάνεις στον προορισμό σου, παραμερίζοντας τα αυθαίρετα σαν τα στάχυα. Στην παραλία πιάνεις μια θέση στη σκιά, μακριά από τη θορυβώδη καντίνα και τις ρακέτες. Κλείνεις τα αυτιά, τινάζεις από πάνω σου το ταξίδι και εστιάζεις μπροστά, στη θάλασσα, να μείνετε λίγο οι δυο σας. Ο τσακωμός δίπλα σε ξυπνά - τίνος είναι ρε παιδιά η ομπρέλα, ποιος ήρθε πρώτος; Ενα τζετ σκι μαρσάρει αυθάδικα. Ολοι βουτούν, κανείς δεν κολυμπάει. Ούτε ένας.
Σηκωθείτε, πάμε να φάμε. Διαλέγεις μια παλιά αγαπημένη ταβέρνα, μακριά από το κέντρο, του franchise, της κρέπας (της κρέπας;), του φρέντο. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα τέτοιες, απαντάς στον φίλο που υποστηρίζει ότι η νεοταβέρνα έχει σαρώσει τα πάντα. «Πήγα στο ουζερί του χωριού και αντί για τη γνωστή ποικιλία στο τσίγκινο, μου ήρθε ένα τετράγωνο πιάτο με κεφτεδάκια γαλοπούλας και σος!» σου λέει, κλαίγοντας όχι μόνο την ποικιλία του, αλλά και την παιδική του ανάμνηση, τη γωνιά του στο χωριό. «Σος»...
Η ταβέρνα έχει ανακαινιστεί όμορφα. Φαίνεται και στις τιμές του καταλόγου. Δεν πειράζει, χαλάλι, παραγγέλνεις τα γνωστά. Μιλάς για τη διαδρομή ώς εκεί. Τίποτα δεν φαίνεται ότι μας μαθαίνει η οικονομική περιπέτεια που περνάμε. Αντί για δημιουργία και φαντασία την ώρα της κρίσης, ισοπέδωση, εξίσωση προς τα κάτω (αν είναι, να πάμε όλοι μαζί στον πάτο). Και πόζα. Μάθαμε να τετραγωνίζουμε το πιάτο, αλλά πηδήξαμε μερικά στάδια στην πορεία. Ερχεται η παραγγελία. Βάζουμε τα γέλια. Τα πιάτα έχουν γωνίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου