Οι δημοσκοπήσεις, αλλά και οι συζητήσεις σε παράθυρα και παρέες, δείχνουν ότι στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούσαν δύο απόψεις. Η μία έλεγε ότι «τίποτε δεν μπορεί να γίνει». Η άλλη έλεγε ότι «κάτι μπορεί να γίνει, αλλά εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε». Είχαμε συνηθίσει να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας και η αλλαγή –κάθε αλλαγή– εθεωρείτο επίπονη. Οχι τώρα –που πρέπει να γίνουν όλες οι μεταρρυθμίσεις μαζεμένες και σε σύντομο χρονικό διάστημα–, αλλά και προτού η χρεοκοπία χτυπήσει την πόρτα της χώρας.
Ας θυμηθούμε λίγο τους τίτλους-ιερεμιάδες των εφημερίδων κάθε φορά που υπήρχαν σκέψεις (και ουχί μέτρα) για να αλλάξουν κάποια κακώς κείμενα: «Μέτρα-σοκ», «δραματικές αλλαγές», «μαχαίρι στα επιδόματα», «Ξεπουλάνε την Ολυμπιακή», «Αφήνουν στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους» κ. λπ. Ας θυμηθούμε τις μαζικές διαδηλώσεις κατά της αλλαγής του ασφαλιστικού που πρότεινε ο κ. Γιαννίτσης, ή τις δημοσκοπήσεις για το μέλλον της Ολυμπιακής, που το 70% των ερωτηθέντων την ήθελαν κρατική. Ας θυμηθούμε τα επίθετα που φίλευαν όσους έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας. Ολοι ελπίζαμε (και δυστυχώς παροδικά οι ελπίδες μας επιβεβαιώνονταν) ότι «εντάξει, μωρέ! Στο τέλος κάτι θα βρεθεί και θα τη βολέψουμε την κατάσταση». Το πρόβλημα είναι ότι και μετά τη χρεοκοπία η συζήτηση δεν μετατέθηκε στις ρίζες του προβλήματος, το οποίο συνίσταται στο εξής απλό: παράγουμε λιγότερα απ’ όσα καταναλώνουμε. Η κουβέντα και η ελπίδα μέχρι την Παρασκευή ήταν πως πάλι κάποιο θαύμα θα γίνει, κάποιο μαγικό χέρι θα αλλάξει τις αγορές να συνεχίσουν να μας δανείζουν φθηνά, ώστε να μην αλλάξει τίποτε. Να μη μειωθεί ο δημόσιος τομέας, να μην αλλάξει το ασφαλιστικό, να μείνουν οι ΔΕΚΟ ως έχουν, να μπορούν οι χρυσοαποζημιωμένοι της Ολυμπιακής να κλείνουν τη Σταδίου, να έχουμε το πιο διογκωμένο και κρατικοδίαιτο σύστημα ΜΜΕ στον κόσμο, το ΚΚΕ να κάνει την επαναστατική του γυμναστική κλείνοντας ξενοδοχεία και απαγορεύοντας τα πλοία να αποπλεύσουν, οι λιμενεργάτες να έχουν κληρονομικό δίκαιο στις θέσεις του ΟΛΠ, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να δουλεύουν πέντε ώρες την εβδομάδα, οι επιχειρηματίες- «φίλοι» υπουργών να παίρνουν τα έργα και όλοι μαζί να γκρινιάζουμε για την κατάσταση της χώρας.
Τώρα ήρθε η στιγμή του λογαριασμού για όσα δεν κάναμε ή δεν επιτρέψαμε να γίνουν. Δεν υπάρχουν αθώοι γι’ αυτήν την κατάσταση, απλώς υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ενοχής. Το να παίζουμε την κολοκυθιά των ενόχων μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτικό, αλλά δεν φέρνει λεφτά. Εντάξει! Είναι εκνευριστικό να κλαίνε περισσότερο εκείνοι που μας οδήγησαν εδώ, αλλά θα το αντέξουμε κι αυτό. Κυρίως, πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά μας σε εκείνους που κινδυνολογούν για τον μηχανισμό στήριξης, διότι είναι οι ίδιοι οι οποίοι μας έφεραν στις αγκάλες του. Οι αλλαγές που θα μας επιβληθούν έπρεπε να γίνουν από καιρό κι έπρεπε να τις κάνουμε μόνοι μας. Τι να κάνουμε; Με ή χωρίς το ΔΝΤ δεν γίνεται να παίρνουν κάποιοι σύνταξη στα πενήντα. Δεν γίνεται η Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων να δαπανά σε φάρμακα 9 δισ. ετησίως, όταν η Ισπανία των 50 εκατομμυρίων ξοδεύει μόνο δώδεκα. Θα ξεβολευτούμε. Αλλά θα είναι για το καλύτερο. Αρκεί να σηκώσουμε τα μανίκια. Να αρχίσουμε να παράγουμε. Διότι το προβλημα δεν είναι ότι καταναλώνουμε πολλά, αλλά ότι παράγουμε λιγότερα. Και αυτό δεν λύνεται αποκλείοντας ξενοδοχεία και πλοία. Λύνεται με δουλειά. Εκτός αν φοβόμαστε ότι το ΔΝΤ θα μας βάλει να δουλέψουμε...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου