Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Γιατί ο Καραμανλής έκανε εκλογές

Εκείνο το απόγευμα (προς βράδυ) της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε ολοκληρώσει το τηλεοπτικό διάγγελμά του από το σκοτεινιασμένο Μέγαρο Μαξίμου, ανακοινώνοντας τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, και οι κάμερες απομακρύνονταν, ο πολιτικός κληρονόμος του ‘καραμανλισμού’ γνώριζε ότι οι κάλπες αυτές δεν θα τον αναδείκνυαν και πάλι νικητή.
Στον περίπου ένα μήνα που ακολούθησε, ο Καραμανλής έδωσε μια άνιση προεκλογική μάχη. Το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου, το αποτέλεσμα ήταν δραματικό για την Παράταξη στα σπλάχνα της οποίας γεννήθηκε πολιτικά, και το εννοούσε όταν έλεγε ότι ήταν τιμή του να γίνει αρχηγός της. Η διαφορά είχε διψήφια έκταση, πέρα από κάθε δυσμενή εκτίμηση και πρόβλεψη. Χωρίς περιστροφές και συναισθηματικούς δισταγμούς, πήγε στο Ζάππειο, ανακοίνωσε ότι παραιτείται, και μέχρι και σήμερα επέλεξε την εκκωφαντική σιωπή. Τα υπόλοιπα, είναι ζώσα πολιτική ιστορία.
Όποιον κι αν ρωτήσετε, φίλο, οπαδό ή αντίπαλο της Νέας Δημοκρατίας, η απορία που θα εισπράξετε ως ερώτηση, είναι κοινή: ‘Γιατί έκανε εκλογές;’. Η ερώτηση συμπληρώνεται σιωπηλώς με την αυτονόητη διαπίστωση «αφού ήξερε ότι θα τις χάσει». Είναι προφανές ότι μονάχα ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να απαντήσει με σφαιρική πληρότητα στην ερώτηση. Ίσως το κάνει, κάποτε, ίσως πάλι, όχι. Το βέβαιο είναι πως η απόφασή του υπήρξε συνειδητή επιλογή: Ήξερε ότι θα χάσει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ο Καραμανλής υπήρξε ο δημοφιλέστερος Έλληνας πολιτικός για σχεδόν οκτώ ολόκληρα χρόνια: Από τις χαμένες εκλογές του 2000 (εκείνο το περίεργο βράδυ του Απριλίου), μέχρι και την ιστορική πλέον συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ, το φθινόπωρο του 2008. Εκεί όπου, καλύπτοντας τους πάντες, ουσιαστικά απώλεσε την τελευταία ευκαιρία να γυρίσει το παιχνίδι. Ήταν το κλικ της πολιτικής ανατροπής, που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου να ξεκινήσει την οικοδόμηση της δικής του πολιτικής ηγεμονίας. ‘Πέρασαν μπροστά’, όπως έλεγε το εύστοχο σύνθημα του επικοινωνιακού μηχανισμού της Ιπποκράτους.
Η αντοχή σε βάθος χρόνου της προσωπικής δημοφιλίας του ανιψιού του Εθνάρχη, θα μνημονεύεται στα εγχειρίδια της πολιτικής επικοινωνίας. Ποτέ κανείς άλλος, ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Σημίτης, αλλά ούτε και ο Γιώργος, δεν κατάφεραν να βρίσκονται για τόσα χρόνια στη σειρά, στο κέντρο της καρδιάς των Ελλήνων. Μονάχα ο Ανδρέας υπήρξε (πολύ) δημοφιλέστερος, αλλά ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο, που είναι προφανές ότι δεν θα το ξαναζήσουμε στο μέλλον.
Λόγω της βιωματικής σχέσης του με την πολιτική, ο Καραμανλής είχε καταλάβει εγκαίρως τι ερχόταν. Ίσως ούτε και εκείνος δεν μπορούσε να προβλέψει την έκταση της αποδοκιμασίας που θα εκφραζόταν στην κάλπη. Το αρνητικό αποτέλεσμα όμως ήταν προ πολλού προδιαγεγραμμένο μέσα του. Ήξερε, και μάλλον αυτό του είχε στερήσει το κίνητρο, ότι είχε διαρραγεί η σχέση προσωπικής εμπιστοσύνης του ίδιου με τους πολίτες. Λες και τους άκουγε να φωνάζουν ότι ‘τους πρόδωσε’.
Φυσικά, η λέξη ‘προδοσία’ είναι εξαιρετικά βαριά για να χρησιμοποιείται με τέτοια ελαφρότητα. Γι’ αυτό και μάλλον θα πρέπει να εστιάσουμε στις ‘ακυρωμένες προσδοκίες’. Που ήταν πράγματι πολύ μεγάλες, όταν ο Κώστας Καραμανλής παραλάμβανε τα «κλειδιά» της χώρας τον Μάρτιο του 2004, από τον Κώστα Σημίτη. Ο πιο προικισμένος πολιτικός της γενιάς του, ήταν, χωρίς να το συνειδητοποιεί πλήρως και ο ίδιος, η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας, για να κάνει το ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Από τη διακυβέρνηση της διεκπεραίωσης, που ζούσαμε μέχρι τότε, να περάσουμε σε έναν εθνικό στόχο που διαπερνούσε οριζόντια το dna κάθε γενιάς: Την επανίδρυση. Όχι του κράτους, που ακόμη και ως σύνθημα κακοποιήθηκε. Αλλά την επανίδρυση της νοοτροπίας των Ελλήνων, μακριά από τη μιζέρια και τον κουτσαβακισμό.
Αυτό το άλμα δεν έγινε ποτέ. Ξεκίνησε και τελείωσε την ίδια στιγμή, σε μια ταβέρνα στο Μοναστηράκι, και μια υπόσχεση ρήξης με τα ‘γκρίζα κοστούμια της διαπλοκής’. Ήταν το tipping point της διακυβέρνησης. Take it, or leave it. Και έμεινε μετέωρο, παρά τα ‘μπαλώματα’ που ακολούθησαν.
Με το διάγγελμα της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, ο Κώστας Καραμανλής προσπάθησε να προσφέρει μια τελευταία υπηρεσία ‘στην Αλεξάνδρεια που έχανε’. Να δείξει τον δρόμο της πολιτικής ευθύνης, και της εθνικής συνεννόησης, που ο άλλος ένοικος του δικομματισμού είχε επί της ουσίας εγκαταλείψει, ξεκαθαρίζοντας ότι θα προκαλούσε εκλογές στα τέλη του χειμώνα του 2010, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έστω κι αν… ψήφιζε και πάλι τον Κάρολο Παπούλια. Όπως και έκανε.
Όταν ο Καραμανλής αποφάσιζε να πάει σε εκλογές, η οικονομία ΔΕΝ του είχε ξεφύγει. Προφανέστατα η Ελλάδα του δήθεν και του ερασιτεχνισμού, η Ελλάδα της παρα-οικονομίας, βρισκόταν προ των πυλών του να την γονατίσει η παγκόσμια κρίση. Απαιτούνταν μέτρα δυσάρεστα για όλους. Που ο, απελευθερωμένος μέσα του, Καραμανλής δεν δίστασε να εκστομίσει στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Μετά από εκείνη την ομιλία του στις παραγωγικές τάξεις, το ασυνείδητο των πολιτών-ψηφοφόρων, επαναστάτησε απέναντι σε ένα ‘μαύρο μέλλον’, που έβλεπε να προδιαγράφεται. Ποιος να φανταζόταν τότε, ότι μετά από αρκετούς μήνες, ο κ. Τόμσεν του ΔΝΤ θα είχε εξελιχτεί σε κάτι σαν το ‘Ιερό Δισκοπότηρο’ στη σταυροφορία της χώρας μας να αποφύγει τη χρεωκοπία.
Ο Καραμανλής ήξερε ότι δεν μπορούσε να επιβάλει τα μέτρα που απαιτούνταν για να μην ξεφύγει η κατάσταση στην οικονομία, με την αναιμική και έμπλεη μικρο-εκβιασμών κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είχε. Και αποφάσισε να γκρεμίσει τη τζαμαρία. Ήξερε ακόμη ότι ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πλήρη επίγνωση των μεγεθών της οικονομίας. Όχι επειδή (μάλλον) του το είχε πει ο ίδιος. Αλλά επειδή και στους δυο, είχε παρουσιάσει αριθμούς που δεν άφηναν περιθώρια, ο θεσμικός Προβόπουλος. Και πάνω απ’ όλα ήξερε αυτό που είδαμε όλοι: Ότι οι ‘πράσινοι’ συνδικαλιστές δεν θα γκρέμιζαν τον κόσμο, μπροστά στη θέα μιας ‘πράσινης’ κυβέρνησης.
Εκείνο που δεν μπορούσε να φανταστεί ο Καραμανλής ήταν ότι ο Γιώργος θα καθυστερούσε τόσο. Η εσωτερικής φύσεως διαπάλη του ΠΑΣΟΚ με τον εαυτό του, σε συνδυασμό με την αργή κατανόηση της πραγματικότητας έστειλε τα spreads στα ύψη. Την ανησυχία των ξένων (από δεκαετίες) δανειστών στο ζενίθ. Και την οικονομία στον πυθμένα του ωκεανού, όπως αφελώς είχε προβλέψει ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, με τις ατάκες περί ‘Τιτανικού’.
Εκείνο το βράδυ, της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, ο Κώστας Καραμανλής είδε το εκκρεμές του πάθους, που διαχρονικά χαρακτήριζε τη σχέση του με το ανθρώπινο κεφάλαιο της Κεντροδεξιάς να ‘παρκάρει’ στα κατεβασμένα κεφάλια. Στο απλανές βλέμμα. Στη μάχη με την κοινή λογική. Στην προσπάθεια υπεράσπισης του αδιανόητου. Του ανεξήγητου.
Εκείνο το βράδυ όμως, ο Κώστας Καραμανλής ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Γι’ αυτό και σφίχτηκε η καρδιά του…

Δεν υπάρχουν σχόλια: