Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Yποθεσεις. Οι μυθικοί δείκτες της «ελληνοτροπίας»

Tου Παντελη Μπουκαλα
«Τι τα θες, Γιώργο μου, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του Ελληνα». Ανοιχτό το ραδιόφωνο στο ταξί, μου δώριζε θραύσματα μιας από τις ποδοσφαιροκουβέντες που ανάβουν καθημερινά στα ερτζιανά και στο Διαδίκτυο, τα οποία μετατρέπονται έτσι σε αχανές καφενείο ή σε εκκλησία ενός δήμου που όσο περισσότερο λέει ότι αδιαφορεί για τα πολιτικά τόσο περισσότερο παθιάζεται με τα αθλητικά. Ποιο το συγκεκριμένο «χαρακτηριστικό του Ελληνα» δεν μπόρεσα να καταλάβω, ούτε και ποιος ο αποφαινόμενος και ποιος ο Γιώργος, αν και ένα σημαδιακό «ήμαρτον!» που κατάφερε να φτάσει ώς τ’ αυτιά μου μού έδωσε στοιχεία της ταυτότητάς του. Ο τόνος πάντως της συζήτησης, ειρωνικός, υποδήλωνε ότι επρόκειτο για έναν ακόμα εξάψαλμο με πρόχειρο στόχο την κατακαημένη «ελληνική νοοτροπία».
Ευτυχώς πάντως η απογοήτευσή μου για την «κατάντια μας» δεν κράτησε πολύ. Στο σπίτι πια, ένα γρήγορο ζάπινγκ με συνέφερε, χάρη σε ένα μήνυμα επί της οθόνης που με διαβεβαίωνε ότι οι ουρανοί είναι δικοί μας και δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. «Ελληνες, στις φλέβες μας ρέει ο ιχώρ» έλεγε το μήνυμα, κι αμέσως έπειτα βγήκε ο προφήτης τηλεβιβλιοπώλης και το εξήγησε καταλεπτώς. Ιδού λοιπόν. Δεν είμαστε απλώς ευλογημένοι του Θεού ή των προ Χριστού θεών, είμαστε θεοί οι ίδιοι. Διότι αυτό θέλει να πει ο «ποιητής» όταν μας βεβαιώνει ότι στις φλέβες μας ρέει ο ιχώρ· πως είμαστε θεοί, μέσα μας κυλάει ο αιθέριος χυμός, το ομηρικό «άμβροτον αίμα» που έρρεε και στις φλέβες των Ολυμπίων. Ετσι εξηγείται άλλωστε γιατί δεν είμαστε φανατικοί της εθελοντικής αιμοδοσίας. Το αίμα μεταγγίζεται, ο ιχώρ όμως όχι, γιατί είναι αιθέριος· αν έμπαινε σε σώματα άλλων φυλών, απλώς ανθρώπινων, θα τα κατέκαιγε.
Καμιά σημασία δεν έχει ποιος ήταν ο ραδιοσχολιαστής με τις κοινωνιολογικές ή και ψυχαναλυτικές ευαισθησίες που καταδίκαζε το ένα ή το άλλο «χαρακτηριστικό του Ελληνα». Ποιος λίγο ποιος πολύ, ακόμα και όσοι το έχουμε πάρει απόφαση να μη γενικεύουμε και να μη γενικολογούμε γιατί πρόκειται για βαρύ πνευματικό αμάρτημα, πάνω στη συζήτηση γλιστράμε και για να τα βολέψουμε αρπαζόμαστε από κάποιο ετοιμοπαράδοτο κλισέ. Χονδρικώς τα στερεότυπα αυτά, οι δοξασίες ή οι απόλυτες πεποιθήσεις, είναι δύο λογιών: τα απαξιωτικά ή και μηδενιστικά από τη μια, τα εγκωμιαστικά ή και αποθεωτικά από την άλλη. Εκείνο που θα έπρεπε να μας προβληματίσει δεν είναι μόνο η ευκολία με την οποία ασπαζόμαστε σαν επιστημονικώς αποδεδειγμένες αλήθειες κάποιες αυθαίρετες εικασίες, αλλά και η ακόμα πιο μεγάλη ευκολία με την οποία πολλοί μεταπίπτουμε από την υιοθέτηση των αρνητικών αφορισμών στον ενστερνισμό των απολύτως θετικών, και αντιστρόφως· η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων ισχύει πρωτίστως στο δογματισμό.
Εν πάση περιπτώσει, ιδού κάποια από τα δημοφιλέστερα κατεδαφιστικά πορίσματα-σλόγκαν, που ακούγονται σε τόνο μοιρολογιού συνήθως: «Ετσι είναι οι Ελληνες» (τεμπέλληνες δηλαδή, εαυτούληδες και κατεργάρηδες), «Αυτή είναι η Ελλάδα» (το συγκεκριμένο δόγμα είχε αποκτήσει και πρωθυπουργική σφραγίδα, του κ. Κ. Σημίτη), «Στην Ελλάδα ζεις» (άρα «δεν υπάρχει ελπίς»), «Αυτά θέλουν οι Ελληνες» (με το «αυτά» εννοείται συνήθως το μαστίγιο) κττ. Στην αντίπερα όχθη, όπου η υπερβολή παίρνει τον τόνο του δοξαστικού και του θουρίου, τα κλισέ μιλούν για την «αδάμαστη ελληνική ψυχή», το «ελληνικό δαιμόνιο», το «ελληνικό φιλότιμο», «τα νικηφόρα γονίδια του Ελληνα», τον «περιούσιο λαό», το «εξεγερσιακό ελληνικό φρόνημα». Ανάγονται δηλαδή σε αδιαμφισβήτητες διαχρονικές σταθερές ή σε νόμους της Ιστορίας είτε απλές επιθυμίες (η γνωστή λήψις του ζητουμένου) είτε ποιότητες και συμπεριφορές που πρέπει να επαληθεύονται κάθε φορά, στο πεδίο της πραγματικότητας, και να μη θεωρούνται δεδομένες, υπερβατικές, εξωιστορικές.
Ακανθώδες και περίπλοκο το ζήτημα της ελληνικότητας (όπως υποθέτω και κάθε -ικότητας), έχει απασχολήσει σπουδαία μυαλά αιώνες τώρα, ήδη από την εποχή που οι λόγιοί μας αντιδικούσαν για το ποιο εθνικό όνομα μας ταιριάζει περισσότερο· συμφωνία ωστόσο πλήρης δεν έχει επιτευχθεί ούτε και φαίνεται στον ορίζοντα. Και πάλι καλά που «κόμποι» σαν κι αυτόν δεν λύνονται, δεν πρέπει να λύνονται, με τη μέθοδο του γόρδιου δεσμού, ώστε να βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί η σκέψη και η έλλογη αντιδικία. Καθόλου παράλογο και καθόλου κακό δεν μου φαίνεται να μη συμφωνούμε όλοι στο τι σημαίνει Ελληνας, τι Ελλάδα και τι ελληνικότητα. Το εύρος και το χρώμα που θα αποδώσει κανείς στους όρους αυτούς δεν συναρτάται μόνο με τα βιώματά του αλλά και με τις ιδέες του, την τάξη, την κοσμοαντίληψη, την πολιτική του στάση, με τις γνώσεις του εντέλει για τα περασμένα και το πώς θα χρησιμοποιήσει αναδρομικά την Ιστορία, και βέβαια με τις επιθυμίες του για τα μελλούμενα, τα κοινά μελλούμενα. Ακόμα και το ποια θα ορίσει σαν πάγια «χαρακτηριστικά του Ελληνα» ο καθένας μας, κι αν θα επιλέξει θετικά ή αρνητικά γνωρίσματα για να τα υποδείξει σαν κοινά, από την ιδεολογία του εξαρτάται, από το πώς βλέπει τον κόσμο, τον μικρό και τον μεγάλο, και τον εαυτό του εντός του κόσμου αυτού.
Κοινά βιώματα φυσικά και έχουμε, μόνο που δεν μεταφράζονται απευθείας και αδιαφοροποίητα, δίχως απώλειες, επεξεργασία ή εμπλουτισμό, σε κοινά ψυχοπνευματικά γνωρίσματα, σε άξονες μιας ούτως ειπείν ελληνοτροπίας. Στον ίδιο τόπο γεννιόμαστε, ο ίδιος ήλιος κι η ίδια θάλασσα μας ευλογούν, τα ίδια βουνά μάς σκέπουν, στο ίδιο σχολείο μαθητεύουμε οι συντριπτικώς περισσότεροι και σφραγιζόμαστε από τις ίδιες αφηγήσεις για την πατρίδα και για τους άλλους, στον ίδιο τρόπο του θρησκεύειν εντασσόμαστε παιδιόθεν (αλλά υπάρχουν και Ελληνες Εβραίοι, μουσουλμάνοι ή Καθολικοί, κι ας μην τους παραανέχεται ο «κανόνας»), στον ίδιο στρατό θητεύουμε, η ίδια τηλεόραση μας παιδαγωγεί (πρέπει πια να την υπολογίζουμε κι αυτήν στους δεσποτικούς μηχανισμούς επιβολής αξιών και μοντέλων συμπεριφοράς), στην ίδια γλώσσα συλλαβίζουμε τους έρωτές μας, τα όνειρα, τα άγχη μας. Εκτός δηλαδή από τους ελάχιστους που κρατούν από σπουδαίες φαμίλιες και μεγαλώνουν σε καλά περιφρουρημένους χώρους που τους επιτρέπουν να πορεύονται παράλληλα προς την πραγματική Ελλάδα ή και μακριά της ακόμα κι αν ζουν εδώ (και άσχετα αν κάποτε, κληρονομικώ δικαιώματι, θα κληθούν να την κυβερνήσουν), οι υπόλοιποι, η μάζα καταπώς λένε, μοιραζόμαστε πολλά, πάμπολλα. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να μας εξομοιώσει· κάθε σταγόνα του νερού διατηρεί τη μνήμη τού όλου, παραμένει εντούτοις μοναδική, μέσα στην ασημαντότητά της έστω. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι ακόμα και στις κορυφώσεις της Ιστορίας μας, το «εμείς» δεν κάλυψε τους πάντες. Σαρωτικά πορίσματα λοιπόν, του τύπου «αυτό είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων» (ή όποιου άλλου λαού), και αβασάνιστα είναι και ανιστόρητα, είτε να κολακέψουν επιδιώκουν και να βαυκαλίσουν είτε να απαξιώσουν και να χλευάσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: