Τα μίση και τα πάθη μιας κλειστής κοινωνίας
Η σύντομη αφήγηση που ακολουθεί ακούγεται στο «Μίσος», την ταινία του Ματιέ Κασοβίτς. Εχει αναπαραχθεί αρκετές φορές και με διαφορετικές αφορμές: «Ξέρεις την ιστορία του τύπου που πέφτει από τον πεντηκοστό όροφο μιας πολυκατοικίας; Καθώς έπεφτε, έλεγε συνεχώς για να καθησυχάσει τον εαυτό του: “Ως εδώ όλα καλά, ως εδώ όλα καλά”. Σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση». Στο «Μίσος», το οποίο δεν έχει πάψει να αποτελεί σημείο αναφοράς από το 1995 που γυρίστηκε, αποτυπώνεται η διαδικασία που δημιουργεί τρομοκράτες. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, τις παρατηρήσεις του και τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε, η τρομοκρατία γεννιέται μέσα από την αλληλεπίδραση αστυνομικής βίας και κοινωνικού αποκλεισμού. Στη σύγχρονη Γαλλία, τουλάχιστον, και ακόμη πιο εστιασμένα στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού.
Ως κοινωνία δεν είμαστε αμάθητη στις «προσκρούσεις». Κάθε μορφής: ιστορικές, ιδεολογικές, ψυχολογικές. Η πρόσφατη προκήρυξη της «Σέχτας Επαναστατών», με όσες και όποιες ερμηνείες αν επιχειρήθηκαν, συνθέτει ένα ψυχογράφημα πολλαπλών αναγνώσεων. Οχι για τα άτομα που την υπογράφουν, αλλά για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν και κινούνται. Για τον όγκο φθόνου και μνησικακίας, ναρκισσιστικού παραληρήματος, περιθωριακής (υπο)κουλτούρας και τηλεοπτικά (μήπως και διαδικτυακά;) διαμορφωμένης γλώσσας, που διατρέχει το κείμενο.
Είτε το απορρίψει κανείς με την πρώτη ματιά είτε κοντοσταθεί και το μελετήσει, τα δεδομένα δεν αλλάζουν: μια ομάδα ανθρώπων κυκλοφορεί ανάμεσά μας σαν απασφαλισμένη χειροβομβίδα, κατέχοντας (πιστεύει) τη γνώση για το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, παρακολουθώντας, κρίνοντας και αποφασίζοντας για τη μοίρα ορισμένων που θεωρεί «πανούκλα».
Ποιο είναι το συναίσθημα «που επιτρέπει τη μετατροπή μιας δομικής – ταξικής αντίφασης σε ταξική σύγκρουση, σε πραγματική δράση στον δημόσιο χώρο»; Στο βιβλίο τους «Φθόνος και μνησικακία» (με υπότιτλο «Τα πάθη της ψυχής και η κλειστή κοινωνία», εκδ. Πόλις, 2006) δύο επιστήμονες της Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Ψυχολογίας, ο Νίκος Δεμερτζής και ο Θάνος Λίποβατς, διερευνούν το φαινόμενο μέσα από δοκιμασμένες θεωρίες και συμπεριφορές, συνδέοντας, σε μεθοδολογικό επίπεδο, τη μικροκλίμακα (άτομο) με τη μακροκλίμακα (κοινωνία). Πολλές διαφορετικές σχολές, διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις.
Ας επιχειρήσουμε να συνθέσουμε το πορτρέτο του μνησίκακου ανθρώπου, εκείνου που πάλλεται από μια σιωπηλή εχθροπάθεια, μια καταπιεσμένη φιλεκδικία για κάτι που του υπεξαιρέθηκε ενώ το δικαιούτο. Διαβρωμένος από τον φθόνο, το μίσος και την απόγνωση πασχίζει να καταστρέψει. Η οργή και το μίσος του δεν έχουν ημερομηνία λήξης και συγκεκριμένους αποδέκτες. Διαπλάθονται από τον αδιέξοδο και εκ των υστέρων μηρυκασμό καταπιεσμένων αρνητικών θυμικών αντιδράσεων. Ο μνησίκακος αντιδρά περισσότερο με έναν παθητικό τρόπο. Η περίπτωση της τρομοκρατικής δράσης είναι πιο σύνθετη, καθώς απουσιάζει η μνησίκακη ανημπόρια. Οι τρομοκράτες ενεργοποιούνται περνώντας στη δράση. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια ενδιαφέρουσα επισήμανση: «Η μύχια και ανομολόγητη συνενοχή του ακροατηρίου τους είναι η αναμφίβολη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν οι τρομοκράτες τη συμβολική στρατηγική τους».
Η εκτόξευση του ελληνικού λαϊκισμού από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 με τη «χαλαρότητα», την ασάφεια, την εμμονή στην «ηθική του φρονήματος», τη συντεχνιακή και κρατικο–κορπορατιστική οργάνωση συμφερόντων που τον χαρακτήριζε και –κυρίως– τον αντι–διανοουμενισμό και την απώθηση στην επιστημονική γνώση, πρόσφερε το κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια ενός ευήκοου «ακροατηρίου» για την τρομοκρατία. Ο,τι αποκαλούσαμε «αυριανισμό» αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως μαγιά που εξέθρεφε πρότυπα, καθιέρωνε αισθητική και αντιλήψεις. «Ο γνωστός κίναιδος –έγραφε με κεφαλαία η «Αυριανή» στις 28/7/1988– Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος γύρευε πόσα νέα παιδιά έχει καταστρέψει, με το χρήμα που διαθέτει, για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του, ξαναχτύπησε!». Αντιπροσωπευτικό δείγμα λόγου, στάσης και «επικοινωνίας».
Την έκφραση ενός μικροαστικού λαϊκισμού, που ενσωματώνει μία πλευρά της πορείας της ελληνικής κοινωνίας ώς το 2010, μπορεί να διακρίνει κανείς και στην προκήρυξη της «Σέχτας». Στους χαρακτηρισμούς, στο ύφος, στις εξαγγελίες. Ο,τι ακριβώς τα μέλη της βδελύσσονται και αντιμάχονται, αυτό αναπαράγουν. Είναι ο κόσμος που αναγνωρίζουν. Είναι τα «υλικά» που μπορούν να διαχειριστούν, να φθονήσουν, τα ίχνη που επιθυμούν να εξαφανίσουν.
Μνησίκακοι όμως είναι και αυτοί που χαίρονται κατά βάθος με τα «κατορθώματα» των τρομοκρατικών οργανώσεων. Οσοι ενδόμυχα τα χειροκροτούν, διακρίνοντας τα θύματα σε κατηγορίες, αποτιμώντας έτσι –συνειδητά ή ασυνείδητα– την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Το μίσος αναπαράγεται, ανακυκλώνεται και δεν έχει τέλος. Επιστρέφει διαρκώς ενδυναμωμένο, για να εκδικηθεί, να απαξιώσει, να αξιώσει. Δεν έχει όρια, συρρικνώνει, αφυδατώνει, μακελεύει. Οι παραφυάδες του διακρίνονται δύσκολα. Αναπτύσσονται με ευκολία και μεταμφιέζονται συχνά, αποκτώντας ταυτότητες που δεν ανιχνεύονται υποχρεωτικά μέσα σε δεδομένες ιδεολογικές κατευθύνσεις. «Η τρομοκρατική πράξη –σημειώνουν οι Ν. Δεμερτζής και Θ. Λίποβατς– απαιτεί μια (υστερική) σκηνοθεσία, έναν θεατή: αυτοί είναι οι συμπαθούντες την τρομοκρατική ομάδα, οι οποίοι μπορούν να έχουν μια χαλαρή και αμφίρροπη συμπάθεια προς αυτήν. Οι παρατηρητές “σχολιάζουν” την πράξη, συγκροτώντας ένα κοινωνικό ρεύμα, που εκφράζει ορισμένες τάσεις της “λαϊκής ψυχής” και χαιρεκακία, χωρίς να ταυτίζεται ολικά με την τρομοκρατική ομάδα».
Η συνενοχή δεν είναι μόνον εξωστρεφής και δηλωμένη. Συχνά παίρνει τη μορφή μιας αδιόρατης κατανόησης, εκ πρώτης όψεως ακίνδυνης, αποδεκτής και δημοκρατικής. Αλλά μόνον εκ πρώτης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου