Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

ενας άνθρωπος του Χειμώνα πίνει το ουζάκι του με το καλοκαίρι ...

Αλβανοί -κι άλλοι- μετανάστες που επιστρέφουν στην πατρίδα τους ή (ξανα)φεύγουν για άλλες χώρες...

Μετανάστες απ' την Ανατολή και την Απω Ανατολή που εξακολουθούν να έρχονται στην Ελλάδα...

Κι Ελληνες -νεαροί κυρίως- που το σκέφτονται ή ήδη έχουν αρχίσει να μεταναστεύουν προς τη Δύση...

Ανθρωποι απασχολήσιμοι, ενοικιαζόμενοι, αναλώσιμοι· ξεριζωμένοι και πλάνητες, κάτω απ' τις σημαίες των ευφημισμών -όπως της «κατάργησης των συνόρων», αλλά όχι των τειχών, εξωτερικών κι εσωτερικών,

όπως της «αντοχής της οικονομίας» κι άλλων ύβρεων. Σε έναν «παγκοσμιοποιημένο κόσμο» που δεν διστάζει να επαναλαμβάνει τα εγκλήματά του, ακόμα και τα ναζιστικά -σήμερα η Γαλλία τους Τσιγγάνους

αύριο ο όποιος ισχυρότερος τον πιο αδύνατον...
Καλοκαιράκι.
Στην πόλη, τις θάλασσες και τα χωριά.
Μικρές συνήθειες που με τα χρόνια έχουν γίνει κάτι σαν μικρές τελετές. Οπως, ας πούμε, καθώς πρωτομπαίνει το θέρος η βόλτα στην Κολοκοτρώνη για την αγορά του παναμά της σεζόν.
Ποτέ δεν μου έχει «κρατήσει» για ολόκληρο το καλοκαίρι αυτός ο παναμάς· πάντα στο δεύτερο, στο τρίτο μπάνιο, άντε στο τέταρτο, μου πέφτει στη θάλασσα, σκληραίνει, κόκκαλο γίνεται, και σκάει όσο πιο πολλές τρύπες μπορεί. Τη βγάζω στη συνέχεια με τζόκεϋ, ενώ το παναμαδάκι καμαρώνει άχρηστο στο πίσω παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Ή, το σταμάτημα στη βρύση της Καστανιάς, όταν περνάς από 'κεί και πιο πέρα της Δίβρης, στην έξοδό της προς Πύργο, παλιά συνήθεια, που με τον καιρό έγινε κάτι σαν προσκύνημα.
Οπως το εσπρέσσο στην καφετέρια του δρόμου καθώς έρχεσαι απ' την Πάτρα στην Αθήνα στο ύψος των διοδίων μετά το Κιάτο. Χρόνια τώρα, και σιγά - σιγά αρχίζει να «το 'χει κανείς σε κακό» να μη σταματήσει. Σερβίρουν συνήθως Ρωσίδες
με την ωραία βαρειά προφορά τους, αλλά κι άλλες αλλοδαπές - διαβατάρικα πουλιά, από ταξίδι σε ταξίδι άλλα μάτια βλέπεις στη θέση άλλων, σφαίρα η Γη και γυρίζει.
Μικρές θυσίες στους θεούς, μια ματιά και μια σκέψη, στα περάσματα, τα δέντρα, τις νεράιδες, τα γεφύρια, στις παραλίες όταν βραδυάζει, στην άσφαλτο να σε φυλάει ο άγγελός σου και στους φίλους που ανταμώνεις ξανά, με κουβεντούλες, πειράγματα, ουζάκι -όλα εύκολα, καβάλα στο αεράκι, τα βιβλία σου, δυο λουλούδια για τους πεθαμένους κι ύστερα (αν τυχόν μια στιγμή μείνεις μόνος) σαν ξένος να βλέπεις την πόλη σου να φεύγει καθώς αλλάζει, πόσο σε ξέχασε, πόσο αδιαφορεί για σένα τον μέτοικο
που προτίμησες -σε κατηγορεί- τη ζωή στην αγκαλιά μιας άλλης.
Καλοκαιράκι στα ξωκλήσια με τους ερημίτες άγιους κάτω απ' τα πεφταστέρια και τα αγάλματα που παραμένουν ακόμα χωμένα στη γης, να τους πατάς το κεφάλι χωρίς να το ξέρεις -τι στεναγμός, όπως στο
τραγούδι της «μηλιάς».
Τόποι με ξεχασμένες ιστορίες και υποκαταστήματα της Αγροτικής Τράπεζας στη ζέστη του μεσημεριού· κι αρχαίες ελιές στη Μάνη -μετά κοντά τριάντα έτη, χωρίς πια να φοράς την μπλε στολή, αλλά με τους Ικάρους πάντα να μαθαίνουν πάνω απ' το κεφάλι σου τις μανούβρες των ταμένων.
Ενα ακόμα καλοκαίρι περισσότερο.
Ενα ακόμα καλοκαίρι λιγότερο.
Καλοκαιράκι,
σαν τα παλιά μας παιχνίδια που ξεχάστηκαν στα κουτιά τους, σαν ζωγραφιές που όταν πας να τις ξαναζωγραφίσεις σε κοιτάζουν θλιμμένες.
Στα αρχαία θέατρα με τις μοντέρνες παραστάσεις
και τον αιώνιο Νικολάκη που του σκούζει η μαμά του «να μην πάει στα βαθειά». Καλοκαίρι κρασί, καλοκαίρι ήλιος, ύπνος γλαρός και πανηγύρια στα χωριά που γεμίζουν - αδειάζουν κόσμο.
Πεντάμορφες, που με τις γυμνές τους φτέρνες ορίζουν τις επικράτειες των παραλιών και τα κουβαδάκια μας για την άμμο, που έγιναν κλεψύδρες με την άμμο να φεύγει...
Καλοκαιράκι ανέμελο κι έτοιμο πάντα να πέφτει στην ενέδρα του Σεπτέμβρη -ξεχασμένο Μπελαρούς να χορταριάζει στα χωράφια που υπέκυψαν στους τόκους
και τώρα μνέσκουν χέρσα σαν παρατημένα φυλάκια στρατιωτών που βαρέθηκαν τις στολές τους και λιποτάκτησαν ναύτες στις μεγάλες πόλεις.
*****
Καλοκαιράκι, το φάντασμα της ελευθερίας (μας)...

Δεν υπάρχουν σχόλια: