Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Η Τουρκία του Ερντογάν

Η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, τα δεδομένα της οικονομίας, καθώς επίσης και όσα συμβαίνουν στην εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, είναι τα σημεία αναφοράς για το τι μέλλει γενέσθαι στην Τουρκία του Ερντογάν
Το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στις 12 Σεπτεμβρίου για την έγκριση της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης και τα δεδομένα της οικονομίας, που δημιουργούν μια εικόνα και προοπτική αν μη τι άλλο πολύ καλύτερη σε σχέση με τα παρελθόντα έτη, είναι δύο από τα βασικά σημεία αναφοράς ως προς το τι μέλλει γενέσθαι στην Τουρκία, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αυτό φυσικά είναι συνυφασμένο και με την τύχη και το μέλλον του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Υπάρχουν, ωστόσο, άλλες δύο παράμετροι, εκ των οποίων η πρώτη είναι μείζονος σημασίας και δεν αφορά μόνο το άμεσο, αλλά και το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον. Πρόκειται για όσα συμβαίνουν και προδιαγράφονται στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, τόσο στην ευρύτερη περιοχή της όσο και στο σημαντικό ζήτημα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Η δεύτερη παράμετρος, που κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με τους διπλωματικούς χειρισμούς της Αγκυρας και τα ανοίγματά της στην περιοχή, είναι το γεγονός ότι η Τουρκία διανύει μια περίοδο άκρως ευνοϊκή για επενδύσεις από το εξωτερικό.
Οι εξελίξεις στην Τουρκία και το πολιτικό σκηνικό, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του 2002 και την αναρρίχηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία, επιβάλλουν την ανάγκη δύο θεωρήσεων. Αυτήν που αφορά τη βραχυπρόθεσμη πολιτική προοπτική και αυτήν που σχετίζεται με τη μεσο-μακροπρόθεσμη εικόνα.
Κι αυτό επειδή το ισχύον πλαίσιο, όπου πρωταγωνιστεί ένα πολιτικό κόμμα διαφορετικό από τα προηγούμενα κόμματα εξουσίας στην Τουρκία, αντικατοπτρίζει μια πιο αληθινή σε σχέση με το παρελθόν αντιστοιχία μεταξύ αφενός της εξουσίας και της πολιτικής και αφετέρου των λαϊκών μαζών και των ψηφοφόρων. Αυτό μπορεί να ονομαστεί και «χρυσή τομή», την οποία κατάφερε ο Ερντογάν με το κόμμα του, αφού ασκεί πολιτική τηρώντας πολύ περισσότερες προϋποθέσεις σε σχέση με προκατόχους του ως προς την επιτυχή πορεία ενός πολιτικού κόμματος.
Η οικονομική ανάπτυξη και πολύ περισσότερο το κλίμα εμπιστοσύνης για προοπτική βελτίωσης της οικονομίας, όχι μόνο της χώρας αλλά και του μέσου πολίτη, το έστω και αφηρημένο εκσυγχρονιστικό όραμα, που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να παίρνει τη μορφή επαφών και συναλλαγών με την Ευρώπη, το μήνυμα της εναντίωσης προς την αδικία και το κατεστημένο, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το στρατιωτικό και, τέλος, η εικόνα κόμματος και ηγέτη που αν μη τι άλλο εμφανίζονται κοντά στο μέσο Τούρκο και τα προβλήματά του. Αυτό εδώ το τετράπτυχο ήταν παραδοσιακά ο κώδικας επιτυχίας των πολιτικών κομμάτων στην Τουρκία.
Το επιχείρησαν κάποιοι, όπως ο Αντνάν Μεντερές στη δεκαετία του '50 και πολύ περισσότερο ο Τουργκούτ Οζάλ στη δεκαετία του '80.
Τέτοιο βαθμό επιτυχίας ως προς την εφαρμογή τού εν λόγω κώδικα, όπως αυτόν που έχει πετύχει ο Ερντογάν, δεν είχε κανένας Τούρκος πολιτικός. Ας ξεκινήσουμε όμως με τη βραχυπρόθεσμη προοπτική.
Το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου είναι απλώς μια προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία για την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος. Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις έχουν αναβαθμίσει το δημοψήφισμα, καθιστώντας το σημαντικό παράγοντα για τις άμεσες πολιτικές εξελίξεις, πράγμα που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού η Τουρκία σχεδόν έχει μπει στην τροχιά των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες θεωρητικά θα διεξαχθούν την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2011.
Στο ζωντάνεμα της πολιτικής στην Τουρκία αναμφισβήτητα έπαιξε σημαντικό ρόλο και το γεγονός της αλλαγής ηγεσίας στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (αξιωματική αντιπολίτευση). Στις 22 Μαΐου πραγματοποιήθηκε το συνέδριο του κόμματος με μοναδικό υποψήφιο τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Προηγήθηκε ένα σκάνδαλο, με βίντεο που εμφάνιζε τον πρώην ηγέτη Ντενίζ Μπαϊκάλ σε ερωτικές σκηνές με την πρώην γραμματέα του και νυν βουλευτή. Με το σάλο που ξέσπασε, ο Μπαϊκάλ παραιτήθηκε τις παραμονές του συνεδρίου.
Με τη συμβολή και των μη προσκείμενων στο κυβερνών κόμμα μέσων ενημέρωσης, διαμορφώθηκε στη συνέχεια ένα ρεύμα υπέρ του Κιλιτσντάρολγου, με αποτέλεσμα οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ποσοστά της τάξης του 30%, τη στιγμή που η εκλογική δύναμη του κόμματος στις τρεις τελευταίες αναμετρήσεις ήταν γύρω στο 20%.
Ωστόσο, ο λαϊκισμός σε θέματα οικονομίας, η αμφισβητούμενη στάση σε θέματα παρακράτους και η στείρα έως απογοητευτική φιλολογία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν δείχνουν ότι το κόμμα με ηγέτη τον Κιλιτσνάρογλου μπορεί να πείσει πλατιές λαϊκές μάζες.
Ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ουσιαστικά η μοναδική αναφορά του Κιλιτσντάρογλου προκάλεσε μέχρι και σοκ στους χώρους που σχετίζονται με την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στα κατεχόμενα της Κύπρου, όπου πήγε ο νέος ηγέτης του ΡΛΚ για την επέτειο της εισβολής, ξεστόμισε ένα βαρύγδουπο: «Μα δεν πρόκειται να μας δεχθεί η Ε.Ε. Τότε για ποιο λόγο να κάνουμε υποχωρήσεις στο Κυπριακό;» Δήλωση η οποία ταυτίζεται πλήρως με το πνεύμα εθνικιστών στελεχών του κόμματος, όπως ο πρώην αντιπρόεδρος Ονούρ Οϊμέν, τον οποίο φρόντισε ο Κιλιτσντάρογλου να απομακρύνει.
Το σίγουρο είναι ότι η νέα ηγεσία του ΡΛΚ κινείται σε άξονα λαϊκιστικό και με την άνεση που του δίνει η αντιπολίτευση, αλλά η παραπάνω δήλωση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και στην Τουρκία και στο εξωτερικό.
Η μάχη για το δημοψήφισμα κορυφώνεται αυτές τις μέρες και το αποτέλεσμα θα επηρεάσει τις εξελίξεις. Ακολουθούν οι εκλογές του 2011, που και αυτές θα καθορίσουν το μεσοπρόθεσμο μέλλον, αφού «παίζονται» διάφορα σενάρια για αναρρίχηση του Ερντογάν στην προεδρία της Δημοκρατίας μετά τις εκλογές. Το ζητούμενο στην περίπτωση αυτή θα είναι η ηγετική μορφή που θα αντικαταστήσει το σημερινό πρωθυπουργό στην ηγεσία του κόμματος. Ωστόσο, τα σενάρια περιλαμβάνουν και τις σκέψεις του κυβερνώντος κόμματος για μετάβαση σε ένα είδος προεδρικού συστήματος. Πράγμα όμως που προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές, με πρώτες και κύριες αυτές στο Σύνταγμα. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν στην Εθνοσυνέλευση την επομένη των εκλογών.

Τα διλήμματα φυσιογνωμίας

Η υπό εξέλιξη εδώ και μερικούς μήνες έντονη συζήτηση περί αλλαγής στην πορεία ή τον άξονα της τουρκικής πολιτικής, που τώρα τελευταία έχει πάρει τη μορφή φημολογίας και -από την τουρκική και διεθνή αρθρογραφία- για σύννεφα στον ορίζοντα των αμερικανικών σχέσεων, είναι σημάδι των καιρών ως προς τη διεθνή εικόνα της Αγκυρας.
Αναλαμβάνοντας την εξουσία τον Νοέμβριο του 2002, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Ερντογάν πρότασσαν ένα και μόνο ένα πράγμα. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ήταν η σημαία που επέλεξε το νεοσύστατο τότε κόμμα. Συνέχισε να ανεμίζει την ίδια σημαία κυρίως μέχρι το 2004 και τον ορισμό ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εκτοτε, κοινός τόπος στην Τουρκία αλλά και στις Βρυξέλλες είναι το ότι «παρατηρείται επιβράδυνση στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε.».
Η ενταξιακή πορεία παραμένει μεν «στα υπόψη» της κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία ωστόσο -και ιδιαίτερα μετά την τοποθέτηση του εξωκοινοβουλευτικού καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου στο υπουργείο Εξωτερικών, με τον ανασχηματισμό της Πρωτομαγιάς του 2009- άνοιξε και άλλα, σημαντικά, μέτωπα. Η εμπλοκή σε μια σειρά από ζητήματα της περιοχής με τρόπο πολύ πιο ενεργό σε σχέση με το παρελθόν είναι το χαρακτηριστικό της νέας αυτής περιόδου. Το Μεσανατολικό, το Ιράκ, το Ιράν, οι σχέσεις με τη Ρωσία και με χώρες του Καυκάσου ήταν θέματα στα οποία υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις. Η Αγκυρα δραστηριοποιήθηκε είτε με την ανάπτυξη διμερών και πολυμερών σχέσεων στις περιοχές αυτές είτε με ανάληψη μεσολαβητικών προσπαθειών μεταξύ αφενός του Ισραήλ και αφετέρου της Συρίας και των Παλαιστινίων. Ανάλογη προσπάθεια επιχείρησε να αναλάβει μεταξύ της Ρωσίας και της Γεωργίας. Προσπάθησε επίσης να αναλάβει ρόλο μεταξύ του Ιράν και της Δύσης. Η πρώτη και η τρίτη περίπτωση εξελίχθηκαν σε αφορμή για τις υποψίες και τους φόβους για «στροφή» της τουρκικής διπλωματίας προς την Ανατολή. Στη μεν πρώτη περίπτωση η μεσολάβηση μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων πήρε τη μορφή μιας άνευ προηγουμένου αντιπαράθεσης της Τουρκίας με το Ισραήλ. Η πρώτη αφορμή ήταν ο βομβαρδισμός της Γάζας από τους Ισραηλινούς. Ετσι, τον Ιανουάριο του 2009 ο Ερντογάν ξέσπασε εναντίον του Ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρεζ στο φόρουμ που πραγματοποιήθηκε στο Νταβός της Ελβετίας. Εκτοτε οι σχέσεις πήραν την κατηφόρα, με αποκορύφωμα την εξέλιξη με το τουρκικό πλοίο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια για τη Γάζα.
Παράλληλα με τα τουρκοϊσραηλινά εξελίχθηκαν και οι χειρισμοί της Αγκυρας στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, με αποκορύφωμα την τουρκοβραζιλιάνικη μεσολάβηση για την ανταλλαγή ουρανίου. Ειδικά οι εξελίξεις σχετικά με το Ιράν προκάλεσαν έντονη συζήτηση ότι ήταν στα πρόθυρα ρήξη μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον.
Είναι βέβαιο ότι ο ισχυρός περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας με τρόπο που η τελευταία θα προσεγγίζει τις χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό ήταν ανέκαθεν από τους στόχους της Ουάσιγκτον. Το ερώτημα πλέον είναι κατά πόσο η Τουρκία «έχει ξεφύγει» και διακατέχεται από τάσεις ηγεμονικές στην περιοχή, με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των Αμερικανών.
Η ερώτηση και πολύ περισσότερο οι απαντήσεις, δεν είναι καθόλου απλά πράγματα. Οσο ποτέ άλλοτε είναι συγκεκριμένα τα δεδομένα ως προς τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας, πάντα υπό το πρίσμα των αμερικανικών συμφερόντων. Δεν είναι μόνο το Ισραήλ ή το Ιράν. Είναι ταυτόχρονα η κατάσταση στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Είναι επίσης το όποιο πλαίσιο του ενεργειακού ζητήματος και των αγωγών σε ό,τι αφορά την τουρκική εμπλοκή σε αυτό.
Ως προς το ενεργειακό, η Τουρκία έκανε -ή μάλλον φαίνεται να έχει κάνει- και κάποια άλλα βήματα, όπως αυτά στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας. Η τουρκορωσική συμφωνία για κατασκευή πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού και η επικείμενη συμφωνία με τους Νοτιοκορεάτες για κατασκευή παρόμοιου σταθμού στη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας, με χρηματοδότηση από αραβικά κεφάλαια, ήταν θεαματικές κινήσεις. Η αμφισβήτηση είναι δεδομένη, αφού ουσιαστικά δεν θα πρόκειται για τουρκικούς σταθμούς, αλλά για ρωσικό και νοτιοκορεάτικο. Μπορεί επίσης να μεσολαβήσουν εξελίξεις, οι οποίες βραχυπρόθεσμα θα εμποδίσουν την κατασκευή. Ωστόσο δεν παύει η Τουρκία να κάνει κινήσεις που δεν έκανε ή δεν τολμούσε να κάνει στο παρελθόν.
Υπό την έννοια αυτή, ζητήματα όπως οι τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, τουλάχιστον στη φάση αυτή, είναι δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα διεθνούς πολιτικής για την Τουρκία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Αγκυρα παραβλέπει τα θέματα αυτά. Απλώς ασχολείται, και μάλιστα ορισμένες φορές έντονα και με προσοχή, όπως δείχνουν οι εξελίξεις εδώ και καιρό στο Αιγαίο.

Αγκυρα... στις επενδύσεις

Από τη δεκαετία του '50, η Τουρκία κινείται σε έναν άξονα ορισμού της ως γέφυρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας αυτής, ο χαρακτήρας της γέφυρας ήταν κατά κανόνα πολιτικός.
Συγκυριακά στη φάση αυτή και σε συνδυασμό με τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία και τις διεθνείς ισορροπίες, οι Τούρκοι επιχειρούν να προσδώσουν στη γέφυρα αυτή και οικονομικό χαρακτήρα, με τρόπο που δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν.
Η ιστορία ξεκίνησε το '50 και εξελίχθηκε με τρόπο που η γέφυρα πήρε κατά περιόδους διάφορα ονόματα. «Χωροφύλακας» των δυτικών συμφερόντων, «κομβικό κράτος», «περιφερειακή δύναμη» ήταν μερικά από τα ονόματα αυτά. Κύριο χαρακτηριστικό για μια μεγάλη περίοδο ήταν η γειτνίαση της Τουρκίας με το λεγόμενο «Ανατολικό Μπλοκ», γεγονός που υπήρξε και ο βασικός λόγος για την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Ο ρόλος γέφυρας, όμως, είχε και διάσταση πολιτισμική. Ταίριαζε κουτί στην Τουρκία αυτό, διότι και γεωγραφικά και γεωστρατηγικά, αλλά και πολιτισμικά, η τουρκική χώρα και κοινωνία περιείχαν στοιχεία γέφυρας. Εάν η κατεξοχήν κοινωνία στην οποία παραδοσιακά διατυπώνεται το ερώτημα τι εστί Δύση και τι Ανατολή, είναι η Ρωσία, μια δεύτερη τέτοια χώρα είναι και η Τουρκία. Το ίδιο ερώτημα περιλαμβάνεται στα γεννοφάσκια της σύγχρονης τουρκικής ιδεολογίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Κάποια στιγμή, όταν «μας τελείωσε» ο «σοβιετικός κίνδυνος», έπρεπε να γίνουν βελτιωτικά έργα στη γέφυρα. Αυτά ενδεχομένως συνεχίζονται ακόμη ή, αν θέλετε, δεν θα τελειώσουν ποτέ. Στη φάση αυτή, πάντως, η Τουρκία, μαζί με τις εκσκαφές και τα σοβαντίσματα στο πολιτικό σκέλος της γέφυρας, αποσκοπεί και σ' αυτό που οραματιζόταν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 ο τότε ισχυρός της άντρας, ο Τουργκούτ Οζάλ. «Να μετατραπεί η Τουρκία σε οικονομικό και εμπορικό κέντρο σε μια μεγάλη περιοχή που καλύπτει τα Βαλκάνια, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και μέρος της Μέσης Ανατολής». Τότε, όμως, ούτε η δομή της τουρκικής οικονομίας ούτε και ο πολιτικός και στρατηγικός αυτοπροσδιορισμός των Τούρκων επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Τα διάφορα ανοίγματα της κυβέρνησης Ερντογάν στο ξένο κεφάλαιο, τα οποία σημειωτέον περιλαμβάνουν και το αραβικό και το εβραϊκό, προδιαγράφουν μια άλλη κατάσταση. Επιπροσθέτως, η υπόθεση των ξένων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών κεφαλαίων, είναι από τους βασικούς στόχους.
Συγκυριακά, τα δεδομένα είναι θετικά και για την άλλη προϋπόθεση: την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το γεγονός των δεδομένων που δείχνουν ανάπτυξη σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση είναι προ των θυρών για αρκετές χώρες. Αφορά και την όλο και μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης στην Τουρκία. Αφορά όμως πολύ περισσότερο το γεγονός ότι η Τουρκία επιχειρεί να γίνει χώρος όπου ξένοι θα επενδύουν και θα εξάγουν σε διάφορες αγορές της περιοχής.
Η Τουρκία βγήκε από την οικονομική κρίση του 2001 αξιοποιώντας τη δυνατότητα να «παίξει» με την τιμή του συναλλάγματος, και έτσι κατάφερε να βγει από το αδιέξοδο με τις εξαγωγές. Το ίδιο μοντέλο, το οποίο ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα του προγράμματος που σε συνεργασία με το ΔΝΤ εφάρμοσε ο τότε αρμόδιος υπουργός Κεμάλ Ντερβίς, εξακολουθεί να εφαρμόζεται. Τις αγορές στις οποίες έχει ανοιχθεί με εξαγωγές προσφέρει ως δέλεαρ τώρα η Τουρκία στους ξένους επενδυτές.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνά κανείς ότι το σχήμα αυτό στηρίζεται στις σχετικές με την Τουρκία διεθνείς ισορροπίες, στην πολιτική σταθερότητα εντός της χώρας και στο γεγονός ότι οι διεθνείς αγορές εδώ και καιρό δεν σπεκουλάρουν αρνητικά σε σχέση με την Τουρκία.

Ο πολιτικός «εμφύλιος» με τους στρατηγούς

Ανευ προηγουμένου είναι η μείωση του κύρους των ενόπλων δυνάμεων στην Τουρκία, πράγμα που συνιστά ένα από τα σημαντικά στοιχεία του πολιτικού πλαισίου που διαμορφώνεται στην Τουρκία.
Το πλήγμα εναντίον του κύρους και του πολιτικού λόγου των ενόπλων δυνάμεων είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε ουσιαστικά το καλοκαίρι του 2008 με την υπόθεση «Εργκενεκόν», η οποία πήρε τη δικαστική οδό. Στις 20 Οκτωβρίου 2008 άρχισε η δίκη. Εκτοτε προστέθηκαν διάφορες επιμέρους παρακρατικές υποθέσεις σ' αυτήν. Κατηγορούμενοι, μεταξύ άλλων, είναι πολλοί απόστρατοι και εν ενεργεία αξιωματικοί. Παράλληλα με την «Εργκενεκόν» προέκυψαν και άλλες υποθέσεις, όπως ο «Κλωβός» και η «Βαριοπούλα», με κατηγορούμενου αποκλειστικά αξιωματικούς για σχεδιασμό πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν.
Προηγήθηκε όμως μια σημαντική φάση τις παραμονές των εκλογών του 2007. Τον Απρίλιο και ενώ ήταν υπό εξέλιξη στην Εθνοσυνέλευση η διαδικασία εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας με ισχυρότερο υποψήφιο τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, το γενικό επιτελείο ενόπλων δυνάμεων εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καταφέρθηκε εναντίον της υποψηφιότητας αυτής. Το κυβερνών κόμμα αντέδρασε έντονα, προκήρυξε εκλογές, τις οποίες και κέρδισε πανηγυρικά, με σημαία το «αντιδημοκρατικό εγχείρημα» των ενόπλων δυνάμεων να παρέμβουν στις πολιτικές εξελίξεις. Αργότερα, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ο τότε αρχηγός του επιτελείου, στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ, κατηγορήθηκε για την υπόθεση. Υποστηρίχθηκε ότι η ανακοίνωση του επιτελείου ήταν «βαλτή», με σκοπό να κερδίσει με θεαματικό τρόπο τις εκλογές ο Ερντογάν. Λαβή στις κατηγορίες αυτές έχει δώσει η περίφημη συνάντηση που είχε μετά την ανακοίνωση ο Ερντογάν με τον Μπουγιούκανιτ, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει μυστικό. Ανεξάρτητα από την κατηγορία, πάντως, είναι σίγουρο ότι η ανακοίνωση ήταν από τους σημαντικούς λόγους του θριάμβου του Ερντογάν στις εκλογές του 2007.
Καθώς οι προσαγωγές και οι συλλήψεις αξιωματικών συνεχίζονταν, ήλθε να προστεθεί μια εξέλιξη που αυτή τη στιγμή είναι το αποκορύφωμα. Κατά τις κρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις στα τέλη Ιουλίου, η κυβέρνηση άσκησε βέτο στον ορισμό του διοικητή της Α' Στρατιάς ως αρχηγού ΓΕΣ, επειδή φέρεται να είναι κατηγορούμενος σε υπόθεση παρακολούθησης ιστοσελίδων, πράγμα που εντάσσεται στο πλαίσιο της υπόθεσης «Κλωβός». Υπήρξε κρίση για μερικές μέρες, η οποία ξεπεράστηκε με ξεκάθαρη «νίκη» του Ερντογάν και υποχώρηση των στρατιωτικών. Σε τέτοιο βαθμό παρέμβαση της πολιτικής ηγεσίας στην ιεραρχία των ενόπλων δυνάμεων δεν έχει συμβεί στην Τουρκία.
Η υποχώρηση αυτή των στρατιωτικών δεν περιορίζεται στο στενό πλαίσιο των κρίσεων. Κι αυτό επειδή η κυβέρνηση Ερντογάν τουλάχιστον προαναγγέλλει μια σειρά από μέτρα, όπως η αναθεώρηση του εσωτερικού κανονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος υπήρξε πάντα το πάτημα για τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος, στο βαθμό που εγκριθεί κατά το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου 2010, περιλαμβάνει μια ρύθμιση με την οποία καταργείται το άρθρο εκείνο του Συντάγματος του 1981, με το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε δικαστική προσφυγή εναντίον των πραξικοπηματιών.
Μπορεί η κατάργηση αυτή να μην έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να δικαστούν οι πραξικοπηματίες, έστω και έπειτα από 30 χρόνια, ούτως ή άλλως όμως το μήνυμα που προκύπτει είναι αντιχουντικό και, συνεπώς, αντιστρατιωτικό.
Ολα αυτά όμως προϋποθέτουν βραχυπρόθεσμα την εκλογική επιτυχία του κυβερνώντος κόμματος, και φυσικά την αυτοδυναμία για τρίτη συνεχόμενη φορά. Ωστόσο, προς το γενικότερο πλαίσιο, το συστημικό, η διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες πολιτικές εξουσίες είναι το ότι όσον αφορά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με το κλασικό «γνωμικό» ότι «τα κόμματα στην Τουρκία όταν κερδίζουν τις εκλογές, αναλαμβάνουν την κυβέρνηση, όχι όμως και την εξουσία». Στην περίπτωση του σημερινού κυβερνώντος κόμματος,το εκλογικό αποτέλεσμα είναι συνέπεια εκτός ευρύτερου πλαισίου. Αυτό περιλαμβάνει αφενός την εικόνα ενός φιλοϊσλαμικού κόμματος, που ευαγγελίζεται την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό, με έναν αγαπητό στις μάζες πρωθυπουργό, και αφετέρου ενισχύει το χαρακτήρα του ως «θεσμού», αξιοποιώντας διάφορα μέσα.
Ενα από αυτά είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, μεγάλο τμήμα της οποίας πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα. Οι υπηρεσίες και τα έργα τείνουν να ταυτιστούν με το κυβερνών κόμμα και αυτά περιλαμβάνουν μια ευρεία γκάμα, από την οικονομική ενίσχυση των οικονομικά ασθενών μαζών μέχρι την κατασκευή σημαντικών έργων. Οι δύο υπόγειες σήραγγες που κατασκευάστηκαν τον τελευταίο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη και προστέθηκαν στο οδικό δίκτυό της είναι έργο τεράστιας σημασίας σε μια πόλη όπου το μποτιλιάρισμα είναι μεγάλος πονοκέφαλος για όλους τους κατοίκους.
Ενα δεύτερο σημαντικό στοιχείο, που δείχνει άλλη μια διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα «δεξιά» κόμματα, είναι η σχέση υποστήριξης ή και «συνδιαχείρισης» της εξουσίας με το περίφημο τάγμα του χότζα Φετχουλάχ Γκιουλέν. Στο παρελθόν τα διάφορα τάγματα στήριζαν διάφορα δεξιά κόμματα. Η μεγάλη πολιτική, οργανωτική και οικονομική δύναμη του τάγματος του Γκιουλέν, όμως, είναι πλέον το «πάτημα» του Ερντογάν.
Το αποτέλεσμα είναι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να αντιπροσωπεύει πλέον ένα «μοντέλο» σύμφωνο προς τις αξίες της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Υπό αυτή την έννοια, είναι θεσμός. Το πλαίσιο αυτό, όμως, προκαλεί και τον αντίλογο, ο οποίος μπορεί μεν πολιτικά να μην είναι σε θέση να αρθρώσει πειστικό λόγο, αλλά αν μη τι άλλο προβάλλει καταγγελίες και ισχυρισμούς. Αυτοί αφορούν τον «έλεγχο που ασκεί το τάγμα Γκιουλέν στη Γενική Ασφάλεια», την «προσπάθεια άλωσης των χώρων της δικαιοσύνης και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» κ.ά. Ολα αυτά είναι εδώ και περίπου ένα χρόνο η βάση για τη συζήτηση περί «δικτατορίας» και «αυταρχισμού» του κόμματος του Ερντογάν.

Οι εκλογές


(Αποτελέσματα, %) 2009 2007 2002
Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης 38,8 46,6 34,4
Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα 23,1 20,9 19,4
Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος 16,1 14,1 8,35
Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας   5,7  - 6,1
Κόμμα Ευτυχίας   5,2 2,3 2,49
  Εκ των τριών αναμετρήσεων, αυτή της 29ης Μαρτίου 2009 ήταν για τοπικές εκλογές. Ωστόσο, συνηθίζεται τα ποσοστά για την ανάδειξη νομαρχιακών συμβουλίων να λαμβάνονται υπόψη ως αποτέλεσμα παρόμοιο με αυτό των βουλευτικών εκλογών, αφού στις συγκεκριμένες εκλογές, που διεξάγονται μαζί με την εκλογή δημάρχων, οι ψηφοφόροι κατά κανόνα ψηφίζουν κόμματα και όχι υποψηφίους.
Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 ήταν αυτές με τις οποίες για πρώτη φορά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανέλαβε αυτοδύναμα την εξουσία, χάρη στον εκλογικό νόμο. Κι αυτό, επειδή τρία μόνο κόμματα κατάφεραν να ξεπεράσουν το εθνικό όριο του 10%. Στις 22 Ιουλίου 2007, όμως, το κόμμα αύξησε θεαματικά τη δύναμή του ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αυτοδυναμία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: