Οπως θα έχετε παρατηρήσει, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν πλέον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο. Ο πρόεδρος δεν ασχολείται με την καθημερινή διαχείριση της εταιρείας, έχει την ευθύνη για τη στρατηγική της κατεύθυνση, την εικόνα της προς τα έξω και την αφ’ υψηλού διοίκηση. Ο διευθύνων σύμβουλος ασχολείται με τη «λάντζα», ξέρει απ’ έξω τα νούμερα, βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τα στελέχη της εταιρείας και βάζει μετρήσιμους στόχους σε όλους. Εχω την εντύπωση πως αν η Ελλάδα ήταν εταιρεία, θα είχε έναν καλό πρόεδρο αλλά της λείπει ένας ικανός διευθύνων σύμβουλος.
Ο πρωθυπουργός είναι προφανές πως δεν εκστασιάζεται με την ιδέα της ενασχόλησης με θέματα διοίκησης, παρακολούθησης ενός έργου κ. λπ. Κάθε άλλο. Το φόρτε του είναι οι σχέσεις με τους ξένους, η διαβούλευση για μεγάλα θέματα και η χάραξη κατευθύνσεων. Είναι ο πλέον εξαγώγιμος πρωθυπουργός που είχε η χώρα εδώ και χρόνια και κανείς δεν μπορεί να του αρνηθεί το γεγονός πως έχει μια καινοτόμο ατζέντα μεταρρυθμίσεων για τη χώρα.
Το πρόβλημα όμως είναι πως η Ελλάδα δεν έγινε ακόμη Δανία. Το χειρότερο δε είναι πως αν από τώρα μέχρι το τέλος του έτους, το αργότερο, δεν υλοποιηθεί ένα απίστευτα περίπλοκο και πολιτικά εκρηκτικό πρόγραμμα περικοπών και μεταρρυθμίσεων η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί όχι σε Δανία του Νότου αλλά σε Αργεντινή της Ευρώπης. Η εφαρμογή αυτού του προγράμματος απαιτεί, πέραν των ξένων ελεγκτών, έναν διευθύνοντα σύμβουλο ο οποίος θα έχει την απόλυτη κάλυψη του κ. Παπανδρέου. Οταν θα σηκώνει το τηλέφωνο να μιλήσει με έναν υπουργό, αυτός θα ξέρει καλά ότι δεν χωράνε αστεία, δικαιολογίες ή ψέματα.
Ο κ. Παπανδρέου δυστυχώς δεν έχει ποτέ εμπιστευθεί ένα τέτοιο σύστημα διοίκησης. Οι γνωρίζοντες λέγουν πως τον είχε τραυματίσει τόσο πολύ η εμπειρία του πατέρα του με τον Μένιο Κουτσόγιωργα κ. ά., που δύσκολα θα εμπιστευθεί έναν ή δύο ανθρώπους να λειτουργούν αντ’ αυτού. Κατά τους ίδιους γνωρίζοντες, ο κ. Παπανδρέου συχνά ανακαλεί μια ιστορική όσο και απελπισμένη φράση του Ανδρέα ένα μεσημέρι στο Καστρί, όταν έλεγε σε φίλους: «Δεν ξέρω τι έχω κάνει, αλλά δεν μπορώ να σας πω ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο».
Από τη μια, λοιπόν, έχουμε μια βαθιά απέχθεια του πρωθυπουργού σε ένα σφικτό κεντρικό σύστημα ελέγχου και διοίκησης των υπουργών και από την άλλη έχουμε την άμεση και αδήριτη ανάγκη να κυβερνηθεί αποτελεσματικά ο τόπος τους επόμενους μήνες. Πολλοί αναρωτιούνται «αν δεν τα βλέπει» ο κ. Παπανδρέου αυτά που ακόμη και οι μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ διακρίνουν: υπουργούς - φεουδάρχες, ένα Μαξίμου που μοιάζει περισσότερο με think tank παρά με στρατηγείο σε ώρα πολέμου και ένα κράτος που λειτουργεί ή στο ρελαντί ή και στην όπισθεν. Αν τα βλέπει, δεν το δείχνει. Αν δεν τα βλέπει, σημαίνει ότι έχουμε σημαντικό πρόβλημα ως χώρα γιατί είτε κανείς γύρω του δεν του λέει την αλήθεια είτε γιατί ο ίδιος επιλέγει τη μέθοδο της άρνησης που έχει οδηγήσει και άλλους προκατόχους του στην απόγνωση και μετά στην κατάθλιψη...
Εν πάση περιπτώσει, η Ιστορία διάλεξε να είναι ο κ. Παπανδρέου πρωθυπουργός σε μια από τις κρίσιμες στιγμές της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Ενδεχομένως ο ίδιος να θεωρεί αστεία την κριτική περί οργανωτικής ανεπάρκειας και να πιστεύει ότι αφού έφτασε έως εδώ με το μοντέλο του δημιουργικού χάους γύρω του, γιατί όχι, μπορεί και να συνεχίσει έτσι. Εμείς πάντως δικαιούμεθα να ανησυχούμε, γιατί βλέπουμε το καράβι να έχει μπει στην άγρια θύελλα, ξέρουμε ότι έρχεται τσουνάμι και διαπιστώνουμε πως ο καπετάνιος δεν έχει δίπλα του το πιο έμπειρο και στοχοπροσηλωμένο πλήρωμα, ενώ αφήνει ενίοτε το τιμόνι για ένα ταξίδι ή μία συζητηση για το κλίμα και τη θρησκεία.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου