Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Junkers Ju 88 „Wunderbomber“

Junkers Ju 88 „Wunderbomber“





Το αεροπλάνο Junkers Ju 88 κατασκευάστηκε σε 15000 μονάδες, ήταν ένα από τα πολυπληθέστερα αεροσκάφη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και παράλληλα ένα από τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα της ναζιστικής Γερμανίας. Το αεροσκάφος χρησιμοποιήθηκε σε πληθώρα ρόλων, σε όλα τα πολεμικά μέτωπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολεμου.


«Schnellbomber» αντί του «Fernbomber» – ο κεραυνοβόλος πόλεμος μία αναγκαιότητα

Για να ξεπεράσουν το τρομερό αδιέξοδο του πολέμου χαρακωμάτων, όπου έπρεπε να καταβληθεί ως προκαταβολή για δέκα χιλιόμετρα βάθος το αίμα 100.000 νεκρών, οι θεωρητικοί του πολέμου πίστεψαν ότι ανακάλυψαν το αντίδοτο - το όπλο του βομβαρδιστικού αεροσκάφους.

Το 1935 ο γερμανός υποστράτηγος Walther Wever Gatow παρουσίασε τις ιδέες του για το μέλλον του αεροπορικού πολέμου: βαριά βομβαρδιστικά ήταν το αποφασιστικό όπλο. Υπό την επιρροή του, τέθηκαν το 1934 οι προδιαγραφές από την Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Αεροπορίας (RLM) για ένα τετρακινητήριο βομβαρδιστικό μεγάλη εμβέλειας, το λεγόμενο «Uralbomber». Την ίδια περίπου εποχή ξεκίνησε στις ΗΠΑ η ανάπτυξη του «μοντέλο 299» της Boeing, το οποίο έγινε αργότερα γνωστό με το όνομα Β-17 «Flying Fortress».

Στη Γερμανία, αυτή η τάση οδήγησε στην κατασκευή των πρωτότυπων τετρακινητήριων Dornier Do 19 και Junkers Ju 89, τα οποία όμως ήταν ανεπαρκείς στις τεχνικές προδιαγραφές, λόγω έλλειψης ισχυρών κινητήρων: To δόγμα του «Blitzkrieg» γίνεται μία αναγκαιότητα.

Εκτός από το πρόγραμμα «Fernbomberprojekt» (βομβαρδιστικό μεγάλης εμβέλειας), ο Wever υποστήριζε και την ανάπτυξη και κατασκευή του «Schnellbomber» (βομβαρδιστικό μέσης εμβέλειας), με περιορισμένο φορτίο βομβών αλλά με την ικανότητα της ταχείας κρούσης πίσω από τις εχθρικές γραμμές κατά τακτικών στόχων, προς υποστήριξη του Γερμανικού Στρατού.

Τον Νοέμβριο του 1935, οι αεροναυπηγικές εταιρίες Dornier, Henschel, Messerschmitt, Heinkel και Junkers, παρέλαβαν μία κοινοποίηση για τον διαγωνισμό ενός δικινητήριου βομβαρδιστικού μεγάλης εμβέλειας.

Το τριθέσιο αεροσκάφος έπρεπε να έχει λεπτή σχεδιαστική γραμμή και να μπορεί να μεταφέρει ωφέλιμο φορτίο μισού τόνου σε απόσταση 500 χιλιομέτρων. Επίσης θα έπρεπε να μπορεί να διατηρεί για μεγάλη διάρκεια την ανώτατη ταχύτητά του, η οποία ήταν τα 450 χιλιόμετρα την ώρα, περίπου η ίδια με αυτή των υπό ανάπτυξη καταδιωκτικών. Η ταχύτητα ανόδου θα έπρεπε να ήταν τα 25 λεπτά έως τα 7000 μέτρα ύψος. Οι αρχικές σκέψεις δεν προέβλεπαν να φέρει όπλα αυτοάμυνας, με την αιτιολογία της μεγάλης ταχύτητας που θα μπορούσε να αναπτύξει και να επιβιώσει του αντιπάλου.

Στις εργοστασιακές εγκαταστάσιες Junkers Flugzeug und Motorenwerken (JFM) σχεδιάζονταν ήδη ένα δικινητήριο βομβαρδιστικό λιτής αεροδυναμικής γραμμής, κατασκευασμένο ολόκληρο από μέταλλο, με ανώτατη ταχύτητα τα 500 χιλιόμετρα ανά ώρα. Το πρόγραμμα ήταν γνωστό ως Projekt EF 51 και έφερε την υπογραφή του August Quick.


Αρχική ανάπτυξη

Υπό τη διεύθυνση του Ernst Zindel, οι Heinrich Gassner και Alfred Evers, οι οποίοι είχαν εργαστεί προηγουμένως στην Fairchild Aircraft Manufacturing Company στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάπτυξαν ένα δικινητήριο μονοπλάνο χαμηλής πτέρυγας με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης - το Junkers Ju 88. Εναλλακτικά αναπτύχθηκε το Ju 85, αλλά λόγω της ακατάλληλης σχεδίασης της πτέρυγας, υπήρχε υψηλότερη αντίσταση του αέρα και έτσι απορρίφθηκε.


Φωτογραφία: O Ernst Zindel (καθιστός) ήταν το διάστημα 1927-1945 ο επικεφαλής σχεδιαστής στο Junkers και ήταν ο υπεύθυνος για την ανάπτυξη και τις νέες κατασκευές. Οι δύο κύριοι συνεργάτες του ήταν ο Fritz Freundel (πίσω αριστερά) για την κατασκευή των πρωτοτύπων της πτέρυγας, των φτερών και τον έλεγχο, και ο John Haseloff (πίσω κέντρο) για την κατασκευή των πρωτοτύπων κύτους, του θάλαμου διακυβέρνησης και του υπόλοιπου εσωτερικού χώρου.

Στο πρώτο σχέδιο, ο Zindel προέβλεπε το βάρος απογείωσης στα 8000 κιλά, με το εμβαδόν της επιφάνειας των πτερυγίων τα 52 τ.μ. και μία σχετικά υψηλή φόρτωση της πτέρυγας με 160 κιλά/τ.μ. Το Τεχνικό Γραφείο του Υπουργείου Αεροπορίας θεώρησε την μεταφορά των βομβών μικρού διαμετρήματος στο εσωτερικό της ατράκτου ως επαρκές, για την επίτευξη καλών πτητικών επιδόσεων. Το Τεχνικό Γραφείο απηύθυνε έκκληση για ένα εσωτερικό φορτίο ίσον με 10 βόμβες τύπου SC-50 και μια πρόσθετη δεξαμενή καυσίμου, ή αντί αυτού για αποστολές μικρής εμβέλειας την μεταφορά οκτώ SC-50.



Φωτογραφία: Ιστορική στιγμή. Το Ju 88 V1 είναι έτοιμο για την πρώτη δοκιμαστική πτήση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου από τον Karl-Heinz Kindermann. Το Ju 88 είχε κινητήρες τύπου Daimler-Benz DB 600C.


Η πρώτη πτήση του πειραματικού μοντέλου Ju 88 V1 (W. Nr. 4941) πραγματοποιήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1936 με κυβερνήτη τον Karl-Heinz Kindermann. Δεδομένου ότι οι κινητήρες τύπου Jumo 211 δεν ήταν ακόμη διαθέσιμοι, χρησιμοποιήθηκαν οι βενζινοκινητήρες DB 600 με 1000 ίππους (hp). Με ένα βάρος 7000 κιλών, το αεροσκάφος έφθασε τα 450 χλμ/ώρα. Το δεύτερο πρωτότυπο Ju 88 V2 (W. Nr. 4942) είχε αλλαγές, και έφθασε τα 465 χλμ/ώρα, με τους ίδιους κινητήρες.

Στις 13 Σεπτέμβριος 1937 πέταξε το τρίτο πρωτότυπο Ju 88 V3 (W.Nr. 4943), το οποίο ενσωμάτωνε τους κινητήρες Jumo 211 Α-V-12, δύναμης 1000-ίππων. Με ένα βάρος 7 τόνων, υπερέβη τα απαιτούμενα όρια: άοπλο, μπορούσε να διατηρήσει την ταχύτητα των 520 χλμ/ώρα για 30 λεπτά - το σύγχρονο βρετανικό Hawker Hurricane έφτανε μόνο τα 508 χλμ/ώρα. Πλήρως εξοπλισμένο με βάρος απογείωσης τα 8482 κιλά, επιτάχυνσε στα 450 χλμ/ώρα. Το Ju 88 V3 προετοιμάζοντο να σπάσει το ρεκόρ ταχύτητας 1000 χλμ/ώρα με 2000 κιλά ωφέλιμο φορτίο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1938, στο πλαίσιο της προετοιμασίας και κατά τη διάρκεια της πτήσης από το Dessau στο Zugspitze, έσβησε ένας από τους κινητήρες. Κατά τη διάρκεια της μετέπειτα αναγκαστικής προσγείωσης, το αεροσκάφος συνετρίβη, σκοτώνοντας το διμελές πλήρωμά, τους Ernst Limberger και Carlfriedrich Schonnefeld.


Αλλαγή σύλληψης

Ενώ το εργοστάσιο ανέμενε την απόφαση για μαζική παραγωγή, τον Αύγουστο του 1937 το γερμανικό Γενικό Επιτελείο ζήτησε την ικανότητα βομβαρδισμού σημείου και την αιώρηση σε γωνία 30 μοιρών. Στις 23 Δεκέμβριος 1937 ανατέθηκε στην Junkers η προδιαγραφή βουτιάς με γωνία μεγαλύτερη από 60 μοίρες, λίγο αργότερα η απαίτηση αυξήθηκε στις 90 μοίρες, και η προετοιμασία για την μαζική παραγωγή. Αργότερα, σε πολεμική δράση, το αεροσκάφος γλιστρούσε σε γωνία 50 έως 60 μοίρες με μία ανώτατη ταχύτητα των 560 χλμ/ώρα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1938, δοκιμάστηκε το Ju 88 V4, το οποίο είχε ενισχυμένη γάστρα, ενισχυμένα φρένα και μια τετραθέσια εσωτερική καμπίνα. Το αυξημένο βάρος και μεγαλύτερη αντίσταση του αέρα μειώσαν τη μέγιστη ταχύτητα έως τα 450 χλμ/ώρα.



Ju 88 V5


Το Ju 88 V5 πραγματοποίησε στις 13 Απριλίου 1938 την πρώτη πτήση με κινητήρες τύπου Jumo 211 Β με αυτόματο μεταβλητό έλικα και άμεσο ψεκασμό βενζίνης, 1220-ίππων. Με μια μικρότερη και βελτιωμένη καμπίνα και ένα ωφέλιμο φορτίο των 2000 κιλών σε απόσταση μεγαλύτερη των 1000 χιλιομέτρων, στις 19 Μαρτίου του 1939 πέταξε με μέσο όρο ταχύτητας τα 517 χλμ/ώρα, ενώ στις 30 Ιουνίου 1939 πραγματοποίησε νέο παγκόσμιο ρεκόρ με 501 χλμ/ώρα.

Το Ju 88 V6 είχε ειδικά φρένα βουτιάς (κατάδυσης) και βελτιστοποιημένο αυτοματισμό, και είχε σχεδιαστεί στην κατάδυση να αντέχει 10G. Είχε στις δύο εσωτερικές πτέρυγες δύο αποθήκες βομβών, οι οποίες ήταν στην πράξη ηλεκτρικά κυλινδρικά οχήματα. Η εσωτερική καμπίνα είχε χώρο για τετραμελή πλήρωμα, εξοπλισμό αυτοάμυνας τρία MG 15 διαμετρήματος 7,92 χιλιοστών. Το βάρος κατά την απογείωση χωρίς οπλισμό είχε ανέλθει στα 10250 κιλά, αλλά η αεροδυναμική του αεροσκάφους ήταν χειρότερη από το V3. Ως εκ τούτου, ήταν αργό, παρά την αυξημένη ισχύ του κινητήρα, περίπου 40 χλμ/ώρα λιγότερο από το αρχικό „Schnellbomber“.





Η ανάπτυξη συνεχίζεται


Για αποστολές στη Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική, το αεροσκάφος έφερε ειδικό εξοπλισμό, βάρους 190 κιλών, ο οποίος περιλάμβανε μεταξύ των άλλων δεξαμενές πόσιμου νερού, υλικό για την προστασία από τον ήλιο και εντομοαπωθητικό υλικό. Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη κωδικοποιήθηκαν ως „trop“ ο κωδικός παραλλαγής έγινε A-9 (από A-1), A-10 (από A-5) και A-11 (από A-4).



Φωτογραφία: Junkers Ju 88 A ειδικά τροποποιημένο για να απωθεί ή και να καταστρέφει τα μπαλόνια και τα αερόστατα.


Η εκδοχή A-8 τροποποιήθηκε στη βάση της A-4 και ήταν ειδικά τροποποιημένη για να απωθεί τα αερόστατα ή τα μεγάλα μπαλόνια. Αργότερα αφαιρέθηκε ο εξοπλισμός. Για τις βομβαρδιστικές καταδύσεις ενάντια πλοίων υπήρxε η εκδοχή A-14, η οποία ενσωμάτωνε στο ρύγχος ένα ψαλίδι, με το οποίο έκοβε τα επικίνδυνα συρματοκαλώδια που κρέμονταν σε μεγάλο μήκος στα μπαλόνια, τα οποία αιωρούντο πάνω από τα συμμαχικά πλοία για την προστασία αυτών. Το Ju 88 A-15 ήταν κατασκευασμένο με ένα ξύλινο πάτωμα για τη μεταφορά φορτίου έως 3300 κιλών. Το A-16 ήταν μία παραλλαγή των A-3 και A-7, δηλαδή ένα διθέσιο εκπαιδευτικό.

Για να μπορεί να τορπιλίζει πλοία, το 1941 μετατράπηκαν ορισμένα A-4 έτσι, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν δύο τορπίλες των 750 κιλών έκαστη, τύπου LT F-5b. Ο συνδυασμός μίας τορπίλης και μίας πρόσθετης δεξαμενής καυσίμου 600 λίτρων ήταν επίσης πιθανός.

Η σειρά Ju 88 B διέθετε μια εντελώς διαφορετική καμπίνα πληρώματος, αλλά κατασκευάστηκε μόνο σε μερικές λίγες μονάδες της προπαραγωγικής σειράς B-0. Η νέα παραλλαγή οδήγησε τελικά στη νέα σειρά Ju 188 με τους κινητήρες τύπου BMW-801.

Ένα πρόσθετο πεδίο αποστολών αναλήφθηκε από την εκδοχή Ju 88 D, η αναγνώριση. Για αυτό τον σκοπό, ενσωματώθηκαν δεξαμενές καυσίμου στην άτρακτο και φωτογραφικές μηχανές. Δύο εξωτερικές δεξαμενές των 1300 λίτρων, οι οποίες μπορούσαν να απελευθερωθούν εν ανάγκει, αύξησαν την εμβέλεια του αεροσκάφους στα 5000 χιλιόμετρα. Οι παραλλαγές D-2 και D-1 προήρθαν αντίστοιχα από τις A-5 και A-4.

Οι εκδοχές αναγνώρισης για την περιοχή της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής, ήταν οι D-3 και D-4, οι οποίες ενσωμάτωναν και το φορτίο „trop“. Η παραλλαγή D-5 ήταν η D-1, με τη διαφορά των κινητήρων Jumo 211 J.

Η εκδοχή Ju 88 A-6/U ήταν το αεροσκάφος της θαλάσσιας περιπολίας, το οποίο ενσωμάτωνε τη συσκευή εντοπισμού πλοίων τύπου FuG 200 Hohentwiel. Ως οπλισμό αυτοάμυνας έφερε τρία πολυβόλα τύπου MG 81.


Ανάπτυξη ως βαρύ καταδιωκτικού και καταδιωκτικού νύχτας

Η αρχική σύλληψη ενός ταχύ βομβαρδιστικού έθεσε τον θεμέλιο λίθο της περαιτέρω ανάπτυξης σε ρόλο ενός βαρύ καταδιωκτικού, λόγω των σύγχρονων κινητήρων. Ήδη το 1939 σε ένα Ju 88 της παραγωγικής σειράς A-1 ενσωματώθηκαν κινητήρες τύπου Jumo 211 B. Ο εξοπλισμός βομβαρδισμού αφαιρέθηκε πλήρως, και στο ρύγχος ενωματώθηκαν τρία MG 17 των 7,95 χιλιοστών και ένα MG 151 των 15 χιλιοστών με 375 ριπές. Τα φρένα κατάδυσης αφαιρέθηκαν επίσης και στην κοιλιά της ατράκτου ενσωματώθηκε ένα MG 15 με 575 ριπές. Για την άμυνα στο πίσω μέρος, ενσωματώθηκε στο πάνω μέρος της ατράκτου ένα MG 15 με 675 ριπές. Το πλήρωμα ήταν τριμελές.

Μόνο λίγες μονάδες C-1 κατασκευάστηκαν και η παραγωγή πέρασε στην σειρά C-2, η οποία βασίσθηκε στην έκδοση A-1 και A-4/-5.

Ju 88 A-5


Μέρους του θάλαμου διακυβέρνησης από γυαλί κατασκευάζοντο πλέον από μέταλο και στο ρύγχος ενσωμάτωνε αντί του MG 151, το πολυβόλο τύπου MG FF 20 χιλιοστών. Στην αρχή έφερε κινητήρες Jumo 211 B, αργότερα 211 G, 1200-ιπποδύναμη.

Στην παραλλαγή νυχτός ενσωμάτωνε δύο επιπλέον MG FF στην κοιλιά της ατράκτου, και το MG 15 αφαιρέθηκε. Η εμβέλεια της εκδοχής C-2 ήταν έως και 2500 χλμ.

Η εκδοχή C-3 είχε κινητήρες BMW 801 A, αλλά τελικά λόγω έλλειψης, μόνο ορισμένα φέραν τον συγκεκριμένο τύπο. Η εκδοχή C-4 με Jumo 211 B κατασκευάστηκε σε μεγαλύτερους αριθμούς. Η C-5 διέθετε δύο MG 17 κάτω από τους χώρους αποθήκευσης στο πίσω μέρος και αρχικά προβλέπονταν να φέρει τους BMW 801 A, αλλά η μεγάλη ανάγκη αυτών για τα αεροσκάφη Fw 190, δεν άφησε περιθώρια κατασκευής της εκδοχής C-5.

Μαζικά κατασκευάστηκε η εκδοχή C-6, με δύο κινητήρες Jumo 211 J, έκαστος 1420-ιπποδύναμης, αλλά και με δύο BMW-801. Η εκδοχή C-6a ήταν για αποστολές την ημέρα και η C-6b για τη νύχτα.


Φωτογραφία: Το ραντάρ "Lichtenstein" εγκατεσημένο πάνω στο ρύγχος ενός Ju 88.


Τα δίωξης-νυχτός ενσωμάτωναν τη συσκευή FuG 202, αργότερα την FuG 220 „Lichtenstein“ SN 2. Ο οπλισμός στο ρύγχος περιλάμβανε συνολικά τρία MG 17 και τρία MG 151/20 και ορισμένα ενσωμάτωναν δύο MG 151/20 στο μπροστινό πάνω μέρος της ατράκτου, τα οποία εγκαταστάθηκαν σε γωνία 75 μοιρών.

Το 1943 έκανε την εμφάνισή της η σειρά Ju 88 R-1 με δύο BMW-801, έκαστος 1600-ίππων και τη συσκευή FuG 212 „Lichtenstein“ C1, ενώ στο επίπεδο B της ατράκτου υπήρχε ένα MG 131/13 για αυτοάμυνα.

Για να αυξηθεί περαιτέρω η απόδοση, η εκδοχή Ju 88 G έλαβε τους κινητήρες MBW-801-D, 1700-ιπποδύναμης. Μεγάλο μέρος της ατράκτου προήλθε από τον σχεδιασμό Ju 188 E και τα φτερά της παραγωγικής σειράς A-4. Ο ηλετρονικός εξοπλισμός ήταν και πάλι το FuG 220. Στην εκδοχή G-1 ενσωματώθηκαν τέσσερα MG 151/20 στο κάτω μέρος του ρύγχους και δύο MG 151/20 εμπρός. Ως όπλο αυτοάμυνας υπήρχε και πάλι ένα MG 131/13 στο επίπεδο B. Οι δεξαμενές καυσίμου μετέφεραν 2800 λίτρα.

Οι εκδοχές G-2 έως G-5 ήταν δοκιμαστικά πρότυπα, ενώ η G-6 με τους κινητήρες Jumo 213 1750-ίππων εισήρθαν σε παραγωγή. Μερικές μονάδες ενσωμάτωναν το σύστημα MW-50, με το οποίο για σύντομο διάστημα αυξάνοντο η ισχύς των κινητήρων. Η χωρητικότητα καυσίμου αυξήθηκε στα 3200 λίτρα.


Φωτογραφία: Ju 88 G-6

Παρήχθησαν λίγα αεροσκάφη της εκδοχής G-7 (με Jumo 213E) και πιθανόν οι G-8 και G-9 δεν κατασκευάστηκαν ποτέ.

Κυνηγός αρμάτων - Ju 88 P

Στο ανατολικό μέτωπο κυρίως, το Ju 88 χρησιμοποιήθηκε και σε αντιαρματικό ρόλο, όπως και στην εγγύς υποστήριξη των επίγειων δυνάμεων. Για αυτό τον σκοπό, η σειρά A-13 έφερε πρόσθετη θωράκιση στο κάτω μέρος της ατράκτου και στο δάπεδο, όπως και συνολικά 16 πολυβόλα MG 17. Οι βόμβες ήταν θραυσμάτων τύπου SD-2 και βάρους 500 κιλών. Για τον αντιαρματικό αγώνα υπήρξαν πολλοί πειραματισμοί, όπως η ενσωμάτωση του αντιαρματικού Pak 75 χιλιοστών και βάρους 1440 κιλών, η οποία όμως δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.


Φωτογραφία: Ju 88 P-1 με το Pak κάτω από το ρύγχος.



Φωτογραφία: Ju 88 P με 2 x 37 BK 3,7 (Flak 38) κάτω από το ρύγχος. Η εκδοχή P-2 και P-3 έφερε δύο πολυβόλα των 37 χιλιοστών τύπου Flak 38. Περίπου 30 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν φέροντας 50άρια όπλα τύπου BK-5 (KWK 39), αλλά και εδώ το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, λόγω της αισθητής μείωσης της ευκινησίας και της ικανότητας των ελιγμών του αεροσκάφους.




Ταχύ βομβαρδιστικό – Schnellbomber Ju 88 S

Η αρχική σύλληψη της κατασκευής ενός ταχύ βομβαρδιστικού αποδείχτηκε στην πράξη ως μία αποτυχία. Το Ju 88 S-1 με κινητήρες BMW 801 G-2 έπιανε τα 600 χλμ/ώρα σε 6000 μέτρα και με το σύστημα παροδικής αύξησης ισχύος τύπου GM-1 τα 610 χλμ/ώρα σε 8000 μέτρα. Τα Ju 88 S-2 πετούσε με κινητήρες BMW 801 TJ, ενώ το Ju 88 S-3 με κινητήρες Jumo 213 και σύστημα πρόωσης GM-1 τα 615 χλμ/ώρα σε 9000 μέτρα. Η ταχύτητα δεν ήταν όμως επαρκής, και τα βομβαρδιστικά μπορούσαν μόνο με δυσκολία να ξεφύγουν των αντίπαλων καταδιωκτικών.


Ταχύ αναγνωριστικό – Ju 88 T και Ju 88 Η

Στην εκδοχή T-1 είχε τους κινητήρες BMW 801 G, ενώ στην εκδοχή T-3 τους Jumo 213 με τους οποίους έπιανε τα 610 χλμ/ώρα. Τα αεροσκάφη ενωμάτωναν τρεις συσκευές φωτογράφισης. Ως ταχύ και εξοπλσιμένο αναγνωριστικό μεγάλης εμβέλειας κατασκευάστηκαν μόνο λίγες μονάδες, μια και με το αεροσκάφος Arado 234 βρέθηκε ένας καλύτερος αντικαταστάτης.


Φωτογραφία: Junkers Ju 88 D-1/Trop, W. Nr. 430650, Αναγνωριστικό-φωτογραφικό, στην υπηρεσία της ρουμανικής αεροπορίας. Τον Ιούλιο του 1943, ο Ρουμάνος πιλότος πέταξε προς την Κύπρο, όπου στάθμευαν βρετανικές δυνάμεις. Στη συνέχεια παραδόθηκε στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ για εξέταση και δοκιμές. Σήμερα βρίεκται σε μουσείο της USAF στις Ηνωμένες Πολιτείες. Wikimedia Commons

Για μακρινές αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό υπήρξαν μερικές μονάδες στην εκδοχή Η, η οποία ξεχώριζε από τα υπόλοιπα αεροσκάφη λόγω της επιμήκυνσης του κορμού του αεροσκάφους (17,75 μέτρα μήκος). Η μέγιστη εμβέλεια ήταν τα 4800 χιλιόμετρα.


Μειονεκτήματα κατασκευής

Η κατασκευή του Ju 88 είναι χαρακτηριστική για τα γερμανικά αεροσκάφη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το πλήρωμα είχε χώρο στον "χώρο εργασίας" ο οποίος αργότερα ονομάστηκε αργότερα "κεφάλι του αγώνα" στο μπροστινό μέρος του θαλάμου της ατράκτου, κατασκευασμένη από γυαλί. Δεν ήταν προγραμματισμένο - και ούτε ήταν τεχνικά δυνατόν - να εγκαταλείψουν το χώρο εργασίας και να εισέλθουν στο πίσω μέρος της ατράκτου. Στους χώρους αποθήκευσης της στενού ατράκτου, μπορούσαν να μεταφερθούν μόνο μικρές βόμβες. Από την αρχή είχε προγραμματιστεί για την εξωτερική μεταφορά βαρέων βομβών.

Αυτό τα χαρακτηριστικά κατασκευής έκαναν το Ju 88 ελαφρύτερο, μικρότερο, ταχύτερο, πιο ευκίνητο, ικανό να κυβερνηθεί από ένα ολιγομελές πλήρωμα, από ότι ανάλογα αεροσκάφη των Συμμάχων. Το Ju 88 μπορούσε να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος του βάρους του ως ωφέλιμο φορτίο, και είχε χρησιμοποιηθεί για διάφορα προφίλ αποστολής.

Το μειονέκτημα αυτής της κατασκευής ήταν η αδύναμη αυτοάμυνά του. Παρόλο που ο αριθμός των πολυβόλων αυξήθηκε στα τέλη του 1940 από τα τρία αρχικά στα τέσσερα και λίγο αργότερα στα επτά, δεν ήταν δυνατή η αλληλοκάλυψη περιοχών, στην οποία η επίδραση των διαφόρων πολυβόλων θα μπορούσε να συνδυαστεί φονικά. Η εγκατάσταση ενός σταθερού όπλου στο πίσω μέρος δεν ήταν δυνατή. Ως εκ τούτου, πάντα μόνο ένα και μοναδικό πολυβόλο 7,92 χιλιοστών μπορούσε να ρίξει εναντίον των αντίπαλων καταδιωκτικών, κάνοντας το αεροσκάφος πολύ ευάλωτο στα αντίπαλα πυρά. Το συγκεκριμένο μειονέκτημα πολλαπλασίασε τις αρνητικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, επειδή τα αντίπαλα καταδιωκτικά ήταν όλο και ταχύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα.

Παρά τους ισχυρούς και βελτιστοποιημένους κινητήρες, για τη εξωτερική μεταφορά μεγάλων βομβών τα χαρακτηριστικά πτήσης ήταν προβληματικά για την περίπτωση απώλειας ενός κινητήρα. Με ένα κινητήρα η πτήση μπορούσε να συνεχισθεί με βάρος κάτω των 10500 κιλών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το πλήρωμα να απελευθερώνει τις δεξαμενές καυσίμων από το εσωτερικό του κύτους και επίσης να ρίχνει τις βόμβες κάτω. Για να μειωθεί η αεροδυναμική αντίσταση, τα εξωτερικά ατρακτίδια κάτα από τα φτερά μπορούσαν επίσης να αφεθούν ελεύθερα, μέσω μιας μικρής πυροδότησης των κλειδαριών ασφαλείας. Τμήματα της θωράκισης του αεροσκάφους, όπως και τα πολυβόλα έπρεπε επίσης να εγκαταλειφθούν στον αέρα.

Όταν ο έλικας του κινητήρα ερχόταν και πάλι σε όρθια στάση και οι πτυχές του συστήματος ψύξης έκλειναν, το Ju 88 με έναν ενεργό κινητήρα μόλις και μετά βίας μπορούσε να φθάσει τα 240 χλμ/ώρα - αρκετά για να διατηρήσει το ύψος. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η πραγματοποίηση ελιγμών ήταν πολύ δύσκολη, όπως και η ομαλή προσγείωση.

Το Ju 88 ως μέσο βομβαρδιστικό ήταν συνολικά μια μεγάλη επιτυχία και το απέδειξε στα πολεμικά θέατρα, όπου χρησιμοποιήθηκε ως τακτικό αεροσκάφος. Η αποτυχία του ως ένα στρατηγικό βομβαρδιστικό δεν μπορεί να αποδοθεί σε σοβαρά ελαττώματα στην κατασκευή, γιατί μια τέτοια χρήση δεν ήταν ο αρχικός στόχος της σχεδιαστικής αρχιτεκτονικής. Αξιοσημείωτο, το Ju 88 τροποποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, περίπου 3.000 φορές!


Πλήρωμα

Ο κυβερνήτης του αεροπλάνου μπορούσε να πετάξει το αεροσκάφος και μόνος του εάν χρειαζόταν. Ο πιλότος καθόταν στην μπροστινή αριστερή θέση στο πιλοτήριο σε ένα θωρακισμένο κάθισμα. Λόγω της πλούσιας χρήσεως του γυαλιού στον θάλαμο διακυβέρνησης, μπορούσε να κοιτάξει κάτω από σχεδόν κατακόρυφη γωνία, κάτι το οποίο ήταν σημαντικό λίγο πριν ξεκινήσει την κατάδυση. Οι μοχλοί στο πιλοτήριο ήταν όλοι διαμορφωμένοι με διαφορετικές λαβές για να είναι δυνατή η διάκριση στα τυφλά. Ο πιλότος δεν πετούσε μόνο το αεροπλάνο, αλλά κατά την διάρκεια της επίθεσης με κατάδυση, ήταν υπεύθυνος για την στόχευση και την άφεση των βομβών.


Φωτογραφία: Mία ωραία σύγκριση μεγέθους. Εκπαίδευση νέων πληρωμάτων για το Ju 88.

Ο πιλότος ήταν συνήθως και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους, αλλά το έργο αυτό θα μπορούσε να αναλάβει και ο παρατηρητής. Στη γερμανική Λουφτβαφε καθήκοντα πιλότου αναλάμβαναν αξιωματικοί, υπαξιωματικοί αλλά και βαθμοφόροι του στρατολογημένου προσωπικού. Χαρακτηριστικό το πράδειγμα του ιπτάμενου μηχανικού Carl Francke, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 1939 ηγήθηκε της επίθεσης στο βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Ark Royal.

Ο πλοηγός/παρατηρητής καθόταν δεξιά από τον πιλότο σε αθωράκιστο κάθισμα και στο Ju 88 ήταν υπεύθυνος κυρίως για τη ναυσιπλοΐα και κατά τη διάρκεια της επίθεσης υπεύθυνος για τη συσκευή στοχοποίησης και άφεσης βομβών. Επίσης χειριζόταν το μπροστινό πολυβόλο και κατά τη διάρκεια της νύχτας έψαχνε τον ουρανό για αντίπαλα αεροσκάφη.

Ο χειριστής ασυρμάτου καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς τους κυβερνήτες και ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία του ασυρμάτου, ο οποίος ήταν εγκαταστημένοες στο πίσω μέρος του πιλοτηρίου. Επίσης χειριζόταν το ένα από τα δύο πολυβόλα που βρίσκονταν κατανεμημένα πίσω.


Φωτογραφία: Ο θάλαμος διακυβέρνησης του Ju-88 πρόσφερε χώρο για τρία άτομα. Μπροστά ήταν ο πιλότος και ο πλοηγός, πίσω ο πυροβολητής, ο οποίος ήταν επίσης και ο χειριστής ασυρμάτου.

Ο πυροβολητής είχε από εργονομικής άποψης την πιο άσχημη θέση μια και συνήθως για το σύνολο της πτήσης ξάπλωνε με την κοιλιά του στο ειδικά διαμορφωμένο χώρο και χειρίζονταν το κύριο όπλο αυτοάμυνας του αεροσκάφους, ένα πολυβόλο που κοιτούσε προς τα πίσω. Επίσης είχε καθήκοντα φωτογράφου μετά από την άφεση βομβών, όπως και γενικά καθήκοντα μηχανικού επί του σκάφους. Δεδομένου ότι αυτά τα χαρακτηριστικά απαιτούσαν ελάχιστη εκπαίδευση, συχνά πέταγαν "ανειδίκευτοι" πυροβολητές και "επισκέπτες", όπως πληρώματα εδάφους, πολεμικοί ανταποκριτές, και πολλοί άλλοι. Στη έκδοση του βαριού καταδιωκτικού, δεν υπήρχε πυροβολητής και πολλές φορές ούτε και ο παρατηρητής.


Παραγωγή

Το Ju 88 V6 ήταν το πρότυπο για το Ju 88 Α-0, το οποίο εισήρθε στην παραγωγή χαμηλού ρυθμού το Σεπτέμβριο του 1938, αφού πρώτα εκδόθηκε η σχετική εντολή από τον Χίτλερ για μαζική παραγωγή, και θα αντικαταστούσε τα Ju 86, Do 17 και Η 111.



Φωτογραφία: Το ονομαζόμενο πρόγραμμα ABC, το οποία είχε προτείνει ο Klaus Junkers, έλεγε ότι η παραγωγή αεροσκαφών κατά τη διάρκεια του πολέμου πρέπει να πραγματοποιείται σε διάφορα σημεία, Α, Β, Γ. .. με την ανάπτυξη μιας κεντρικής παραγωγής, στην οποία όλα τα συστατικά θα παρέχονται ακριβώς στον χρόνο που πρέπει (just-in-time). Το νέο εργοστάσιο χτίστηκε σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, με την κύρια παραγωγή (συναρμολόγηση) να βρίσκεται στην πόλη του Dessau και οι διάφοροι προμηθευτές να βρίσκονται σε κυκλική μορφή σε μια μέση απόσταση 35 χιλιομέτρων από τις εγκαταστάσεις στο Dessau (Köthen, Halberstadt, Staßfurt, Bernburg) και οι εργοστασιακές εγκαταστάσεις να απέχουν τουλάχιστον 200 μέτρα η μία από την άλλη, με λωρίδες δέντρων και χώρους πρασίνου στο ενδιάμεσο, για να δυσκολεύονται οι αεροπορικοί επιδρομείς. Από το 1938 και μετά, το Dessau χρησιμοποιήθηκε μόνο ως κέντρο ανάπτυξης (38 000 εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων 5.000 μηχανικών).


Η ουσιαστική παραγωγκή σειρά ξεκίνησε τα μέσα του 1939 με το Ju 88 Α-1. Το παραγωγικό σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή 8300 μονάδων μέχρι τον Μάρτιο του 1943. Ο αριθμός των 6800 μονάδων θεωρήθηκε ρεαλιστικός λόγω της μείωσης των αποθεμάτων αλουμινίου και την έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Στις 11 Απριλίου 1939 η προβλεπόμενη παραγωγή μειώθηκε στις 4199 μονάδες. Η παραγωγή προχώρησε με πολύ αργό ρυθμό και τον Δεκέμβριο του 1939 μόνο 27 αεροσκάφη είχαν ολοκληρωθεί.

Το Junkers Ju 88 παρήχθησαν σε όλα τα εργοστάσια: το κύριο εργοστάσιο στο Dessau, στο Bernburg, Aschersleben, Halberstadt και Leopold Hall. Σύντομα ζητήθηκε από άλλους κατασκευαστές να προσκομίσουν τη σχετική άδεια για την κατασκευή του Ju 88: Tα εργοστάσια Arado στο Brandenburg / Havel (ARB), Henschel στο Kassel (HFW), Dornier στο Μόναχο (DWM) και στο Wismar (NDW), Heinkel στο Oranienburg (HWO), ATG και Siebel στο Halle (SFH). Διάφορα απάρτια της ατράκτου κατασκευάζοντο επίσης στο εργοστάσιο της Volkswagen στο Fallersleben και της Opel στο Rüsselsheim.


Φωτογραφία: Eργοστάσιο παραγωγής του Ju 88, ημερομηνία και τόπος άγνωστος. Wikimedia commons.

Οι κινητήρες Jumo 211 κατασκευάζονταν στις εργοστασιακές εγκαταστάστεις της Junkers-Motorenwerken στο Dessau, Magdeburg, Köthen, Schönebeck (Elbe), και Wroclaw. Επίσης, κατόπιν σχετικής άδειας οι κινητήρες κατασκευάζονταν και από την Pommersche Motorenbau GmbH στο Arnimswalde (σημερινό Załom στην Πολωνία).


Φωτογραφία: Στο εργοστάσιο Junkers στο Dessau έχουν κατασκευαστεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 νέες εγκαταστάσεις παραγωγής. Στην εικόνα μεταφέρονται κινητήρες Jumo-211 από τις δοκιμαστικές λειτουργίες στη διάλυση, λόγω δυσλειτουργίας.

Συνολικά κατασκευάστηκαν περίπου 9300 βομβαρδιστικά Ju 88 Α (συμπεριλαμβανομένων μερικών S-3) και 1900 αναγνωριστικά Ju 88 A, D (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων T-3). Η παραγωγή των βαρέων καταδιωκτικών και των αεροσκαφών νύχτας Ju 88 C, R και G ήταν περίπου 3700 μονάδες.

Το 1939 παρήχθησαν μόνο 100 Ju 88 Α-1, το 1940 περίπου 2400 Ju 88 A-1, A-5 και D, το 1941 περίπου 2780 Ju 88 A-4, A-5 και D, 2270 Ju 88 A το 1942 και 2160 μονάδες κατά το 1943. Λόγω των συνεχώς ζημιών από εχθρικές ενέργειες, αλλά και από την υψηλή φθορά, σε όλα τα μέτωπα δεν ήταν ποτέ περισσότερο 1000 βομβαρδιστικά επιχειρησιακά διαθέσιμα, περίπου το ήμισυ αυτών ήταν Ju 88. Στις 18 Ιούνη του 1944 εκδόθηκε η διαταγή να σταματήσει η παραγωγή των βομβαρδιστικών.

Η παραγωγή του βαριού καταδιωκτικού είναι αρχικά σε χαμηλό επίπεδο: 62 Ju C το 1940, ως επί το πλείστον Ju 88 C-2, το 1941 περίπου 66, ως επί το πλείστον Ju 88 C-4. Με τη συνέχιση του πολέμου, όταν η Λουφτβαφε αναγκάστηκε να διαταχθεί αμυντικά, αυξήθηκε η παραγωγή των αεροσκαφών νύχτας. Ο τελευταίος σημαντικός αριθμός παραγωγής ήταν τον Ιανουάριο του 1945 με 188 Ju 88 G, σχεδόν αποκλειστικά στην παραλλαγή G-6, αλλά με την καταστροφή των εγκαταστάσεων υδρογόνωσης για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης, τα αεροσκάφη σπάνια χρησιμοποιήθηκαν, λόγω έλλειψης καυσίμων.


Καταναγκαστική εργασία

Σε δεκάδες εργοστασιακές εγκαταστάσεις της Junkers, κυρίως στην κεντρική Γερμανία, οδηγήθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε καταναγκαστική εργασία, όπως αιχμάλωτοι πολέμου και κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, οι οποίοι δούλευαν πολλές φορές κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, για να επιτευχθεί ο υψηλός ρυθμός παραγωγής. Χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες, από την βία των δεσμοφυλάκων τους αλλά και από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς των εγκαταστάσεων. Στη Γερμανία υπήρχαν περισσότερα από 30000 στρατόπεδα εργασίας. Έως τις μέρες μας, ο ακριβής αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στις παραγωγικές αλυσίδες της Junkers, όπως και αλλού, αγνοείται.


Πολεμικά θέατρα - Μεσόγειος και Βόρεια Αφρική


Τον Νοέμβριο του 1940, μεταστάθμευσε το Χ. Αεροπορικό Σώμα στη Σικελία, με αποστολή την εξουδετέρωση των βρετανικών βάσεων στην Μάλτα. Στις 12 Ιανουαρίου του 1941 κατέφθσαν περίπου 60 Ju 88 A-4, και μερικά αναγνωριστικά Ju 88 D. Εκτός από την αποστολή βομβαρδισμού της Μάλτας, τα αεροσκάφη βομβάρδισαν νηοπομπές στη Μεσόγειο και βρετανικές βάσεις και λιμάνια της Βορείου Αφρικής.

Κατά την γερμανική επιδρομή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, στις 6 Απριλίου 1941, τα Ju 88 πέταξαν σε αποστολές βομβαρδισμού κατά πόλεων, όπως κατά του Ζάγκρεμπ και του Πειραιά, σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό, καθώς επίσης και ενάντια σε συμμαχικά πλοία στην Κρήτη. Βύθισαν πολλά πλοία και προκάλεσαν πολλές καταστροφές και απώλειες άμαχου πληθυσμού, με περίπου 55 Ju 88 να έχουν απωλεσθεί μέχρι την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς.


Φωτογραφία: Ju 88 A-1 στο Τατόι ΑΘήνας, την Άνοιξη του 1942

Από τα τέλη του 1941 έως τις αρχές Μαΐου 1942 πέταξε με συνοδεία Bf 109 F και πάλι επιθέσεις στη Μάλτα. Η βάση χτυπήθηκε σκληρά, πολλά από τα υπερασπιζόμενα βρετανικά Hawker Hurricane καταστράφηκαν. Στις 17 Μαρτίου του 1942 το αεροπλανοφόρο HMS Eagle έφερε τα πρώτα 15 Spitfire για να υπερασπιστούν το νησί, ενώ στις 20 Απριλιου έρχονται άλλα 45 Spitfire με το αεροπλανοφόρο USS Wasp. Μερικά από τα Spitfire καταστράφηκαν αμέσως μετά την εκφόρτωση τους κατά τη διάρκεια μιας βομβαρδιστικής επίθεσης, αλλά τα υπόλοιπα αντιπροσωπεύαν την ενίσχυση των υπερασπιστών της Μάλτας. Μετά από τις 10 Μαίου του 1942 ο βομβαρδισμός της Μάλτας διακόπηκε.

Στις 11 του Μάη 1942, δύο κύματα Ju 88 επιτέθηκαν σε έναν βρετανικό στολίσκο, ο οποίος είχε ως αποστολή την εξουδετέρωση μιας ιταλικής νηοπομπής με προορισμό την Βόρεια Αφρική: το HMS Lively, το HMS Kipling και το HMS Jackal βυθίστηκαν, ενώ το HMS Jervis κατάφερε να διαφύγει με 630 επιζώντες των άλλων πλοίων επί του σκάφους.


Φωτογραφία: Το σχετικά μικρό μεγέθους Ju 88 ήταν εύκολo στη διαδικασία απόκρυψης.

Τα Ju 88 πέταξαν σε νυχτερινές επιθέσεις κατά των βρετανικών βάσεων στη Βόρεια Αφρική, πολλές φορές αντιμέτωπα με τα εξοπλισμένα με ραντάρ μαχητικά της RAF τύπου Bristol Beaufighter, και κατά τη διάρκεια της ημέρας σε αποστολές υποστήριξης του γερμανικού Afrika Korps του Ρόμελ.

Οι επιθέσεις στης νηοπομπές ανεφοδιασμού της Μάλτας συνεχίστηκαν, οι νηοπομπές „Harpoon“ und „Vigorous“ καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Τον Αύγουστο του 1942 πραγματοποιήθηκε υπό την κωδική ονομασία η επιχείρηση Pedestal, μια ακόμη συμμαχική απόπειρα ανεφοδιασμού της Μάλτας από 13 μεταγωγικά πλοία, το δεξαμενόπλοιο SS Ohio, και ισχυρές δυνάμεις φρούρησης: εννέα μεταγωγικά, ένα αντιτορπιλικό, δύο καταδρομικά, και το HMS Eagle βυθίστηκαν μετά από επιθέσεις όλων τις διαθέσιμων Ju 88 και He 111, γερμανικών και ιταλικών υποβρύχια, ιταλικών καταδρομικών και αεροσκαφών της Regia Aeronautica. Το SS SS Ohio κατάφερε να δέσει στη Μάλτα, την οποία τροφοδότησε με το τόσο αναγκαίο καύσιμο.

Μετά την ήττα του Afrika Korps στο Ελ Αλαμέιν, τα Ju 88 πέταξαν σε επιθέσεις κατά της 8ης Βρετανικής Στρατιάς. Μετά την απόβαση των αγγλο-αμερικανικών στρατευμάτων στις 8 Νοεμβρίου του 1942 στην Τυνησία, τα Ju 88 χρηισμοποιήθηκαν όλο και περισσότερο για την υπεράσπιση των φίλιων νηοπομπών στη Μεσόγειο, όπου και υπέστησαν σοβαρές απώλειες από τα αντίπαλα καταδιωκτικά. Μετά τη συνθηκολόγηση του Afrika Korps, πολλά Ju 88 αναπτύχθηκαν στο ανατολικό μέτωπο, άλλα στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία, για να αντιπετωπίσουν την αναμενόμενη απόβαση των Συμμάχων.



Βόρειο και ανατολικό μέτωπο


Στην επιδρομή κατά της Πολωνίας δεν χρησιμοποιήθηκαν Ju 88. Με την επίσημη έναρξη του πολέμου βρισκόταν μόλις μια ντουζίνα σε επιχειρησιακή λειτουργία. Από τα τέλη του Σεπτεμβρίου 1939 τα Ju 88 ανέλαβαν αποστολές βομβαρδισμού βρετανικών πλοίων στη Βόρεια Θάλασσα. Έλαβε μέρος στην κατάληψη της Νορβηγίας και λίγο αργότερα απογειώνονταν από τις σκανδιναβικές βάσεις για να βομβαρδίσει συμμαχικές νηοπομπές στα παγωμένα νερά των βόρειων περιοχών. Τον Ιούλιο του 1942, σε συνεργασία με γερμανικά υποβρύχια, τα Ju 88 βύθισαν 24 από τα 33 πλοία της νηοπομπής PQ 17. Πριν από την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλα τμήματα της αεροπορικής δύναμης αποσύρθηκαν από το δυτικό μέτωπο και μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά. Από τις 22 Ιουνίου του 1941 και μετά, τα Ju-88 πέταξαν σε επιθέσεις σε λιμάνια, αεροδρόμια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Η πρώτη επίθεση βομβαρδισμού πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το βράδυ της 21 με 22 Ιουλίου 1941.

Τον Απρίλιο του 1942, πραγματοποίησαν μαζικές επιθέσεις κατά του Λένινγκραντ, το Μάιο στη Σεβαστούπολη. Το Στάλινγκραντ είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς. Εκτός από αυτές τις μεγάλης κλίμακας επιθέσεις, τα Ju 88 χρησιμοποιήθηκαν συχνά σε μικρότερες ομάδες για τη εγγύς υποστήριξη των επίγειων δυνάμεων. Μεμονωμένα αεροσκάφη πέταξαν αποστολές βομβαρδισμού οδικών αρτηριών και σιδηροδρομικών γραμμών και συρμών. Δεδομένου ότι οι αποστάσεις ήταν μεγάλες, οι συναντήσεις με τα αντίπαλα καταδιωκτικά ήταν αρχικά λιγότερο συχνές από ό, τι στο δυτικό μέτωπο.


Δυτικό μέτωπο


Η πρώτη σημαντική αποστολή του Ju 88 ήταν από τα κατεχόμενα ολλανδικά αεροδρόμια, προκειμένου να εμποδίσουν την αποχώρηση του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος από τη Δουνκέρνη. Μεμονωμένα Ju 88 ναρκοθέτησαν δίαυλους των βρετανικών πλοίων στα στενά της Μάγχης.

Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1940 τα Ju 88 Α, μαζί με τα Do 17 και He 111, με περίπου 200 αεροσκάφη ανά αποστολή, πραγματοποιούσαν κατά τη διάρκεια της μέρας αποστολές βομβαρδισμού κατά στόχων στην Αγγλία, όπως και κατά του άμαχου πληθυσμού. Παρά την συνοδεία των καταδιωκτικών Bf 110 και Bf 109, οι απώλειες ήταν μεγάλες. Από τον Οκτώβριο του 1940 πετούσαν κυρίως σε νυχτερινές επιδρομές κατά των αγγλικών πόλεων, οι οποίες σταμάτησαν τον Απρίλιο του 1941. Ο αριθμός των Ju 88 που γνώρισε δράση στην Μάχη της Αγγλίας ήταν μεγάλος. Κατά τη διάρκεια του αγώνα με αντίπαλα τα βρετανικά Hurricane και Spitfire, φάνηκε η τραγική έλλιειψη των όπλων αυτοάμυνας του αεροσκάφους, και λίγο αργότερα άρχισαν να προστίθονται επιπλέον πολυβόλα.

Τέλη του 1941 τις αποστολές βομβαρδισμού στα στενά της Μάγχης ανέλαβαν τα γρήγορα και μονοκινητήρια αεροσκάφη τύπου Fw 190 και Bf 109, τα οποία απογειώνονταν από αεροδρόμια στη Γαλλία, μέχρι που τέλη του 1942 άρχισαν να μετακινούνται στην περιοχή της Μεσογείου.

Τον Απρίλιο/Μάιο του 1942 τα βομβαρδισιτκά έριξαν και πάλι χιλιάδες τόνους βομβών εναντίον πόλεων της νότιας Αγγλίας. Αυτές οι επιδρομές αντιποίνων είναι ευρύτερα γνωστές ως „Baedeker raids“.

Τον Ιανουάριο του 1944, 500 βομβαρδιστικά συγκεντρώθηκαν για νυχτερινές επιδρομές πάνω από την Αγγλία, και λίγο αργότερα 100 αροσκάφη αφαιρέθηκαν από τη δύναμη για να αντιμετωπίσουν τους Συμμάχους στην Ιταλία. Από τις 21 Ιανουαρίου έως τέλη του Μαίου 1944, ξεκίνησε η επιχείρηση «Αιγόκερως», όπου για μια ακόμη φορά περίπου 400 βομβαρδιστικά τύπου Ju 88, Ju 188, Do 217 και HT-177, χρησιμοποιήθηκαν σε βομβαρδισμούς κατά του Λονδίνου. Τα Ju 88 S έριξαν τις φωτοβολίδες για την κατάδειξη των στόχων.


Νυχτερινή δίωξη

Με τις πρώτες νυχτερινές βρετανικές αποστολές κατά στόχων στη Γερμανία, η Λούγτβαφε αναγκάστηκε να συγκροτήσει ομάδες νυχτερινών καταδιωκτικών μαχητής μονάδες. Τον Νοέμβριο του 1940, άρχισαν να πετούν πάνω από την ανατολική Αγγλία σε αποστολές κατά τη διάρκεια της νύχτας. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως Ju 88 C-2 και C-4, τα οποία βάφηκαν μαύρα και δεν είχαν ακόμη ραντάρ. Από τον Οκτώβριο του 1941, Ju 88 C-2 και C-4 πέταξαν σε νυχτερινές αποστολές συνοδείας φίλων νηοπομπών στη Μεσόγειο, από βάσεις στη Σικελία.

Από το 1942 χρησιμοποιήθηκαν τη νύχτα για την καταδίωξη των βρετανικών βομβαρδιστικών. Η έκδοση Ju 88 C-6 χρησιμοποιήθηκε ως η πλέον κατάλληλη και τώρα ήταν εξοπλισμένη με τεχνολογία ραντάρ τύπου FuG 212 Lichtenstein C. Για την άμυνα του Ράιχ μετακινήθηκαν και μονάδες από βάσεις στη Μεσόγειο.


Σε σύγκριση με το δεύτερο γερμανικό αεροσκάφος που χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως νυκτερινό καταδιωκτικό, το δικινητήριο Bf 110, το Ju 88 είχε την ίδια ταχύτητα και την μειωμένη ικανότητα ελιγμών του αντιστάθμιζε η μεγαλύτερη εμβέλεια και ανθεκτικότητά του. Ως εκ τούτου, ήταν κατάλληλο για την νυχτερινή καταδίωξη: τα επίγεια ραντάρ το κατεύθυναν στα βρετανικά βομβαρδιστικά σμήνη και στη συνέχεια προσπαθούσε να βρεί τους στόχους αυτόνομα, χρησιμοποιώντας το ραντάρ που ενσωμάτωνε το αεροσκάφος.

Στις 9 Μάιο του 1943 απογειώθηκε το Ju 88 R-1 D5 + EV, (σειρά παραγωγής 3.600.043) από το νορβηγικό Christiansand και προσγειώθηκε κάτω από ανεξήγητες συνθήκες στο αεροδρόμιο της RAF στο Dyce. Αυτό το αεροσκάφος ήταν εξοπλισμένο με το ραντάρ FuG 202 Lichtenstein B/C. Οι έρευνες που πραγματοποίησε η RAF, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής τεχνολογίας αντιμέτρων.



Φωτογραφία: Το Ju 88 το οποίο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Dyce της Σκωτίας, συνοδευόμενο από βρετανικά Spitfire. Σύμφωνα με μια ιστορία, ο πιλότος έστειλε κλήση SOS στους γερμανικούς ραδιοσταθμούς, οι οποίοι θεώρησαν πως το αεροσκάφος βυθίστηκε στη θάλασσα. Ένα μήνα αργότερα, οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν από το βρετανικό ΒΒC για την αυτομόληση του πληρώματος. Ο πιλότος δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του πίσω με το πέρας του πολέμου. Το αεροσκάφος αποθηκεύτηκε αρχικά και το 1979 αποκαταστάθηκε. Σώζεται έως τις μέρες μας και εκτίθεται στο μουσείο της RAF στο Λονδίνο (Hendon).




Στον αντίποδα, στις 3 Φεβρουαρίου του 1943 συνετρίβη στο Ρότερνταμ ένα βρετανικό βομβαρδιστικό με ενσωματωμένο ένα πειραματικό μοντέλο του ραντάρ H2S. Μετά την ανάκτηση από τους γερμανούς και την εξονυχιστική εξέταση της "συσκευής Ρότερνταμ“ αναπτύχθηκε το μηχάνημα-αντίμετρο παθητικής τεχνολογίας τύπου FuG 350 „Naxos“, το οποίο απαντούσε στα κύματα του βρετανικού H2S και οδηγούσε απευθείας τα γερμανικά καταδιωκτικά στα βρετανικά βομβαρδιστικά που ήταν εξοπλισμένα με το H2S. Με την ίδια μέθοδο αναπτύχθηκε το FuG 227 "Flensburg“, το οποίο ήταν το αντίμετρο του βρετανικού „Monica“. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των απωλειών της RAF.

Η τελευταία γενιά των τετρακινητήριων βρετανικών βομβαρδιστικών είχε γίνει πιο ταχύτερη και το πλεονέκτημα της ταχύτητας του Ju 88 C-6 αποτελούσε κατά το τέλος του 1943 παρελθόν. Μια ενδιάμεση λύση ήταν έκδοση Ju 88 R-2, μια πραγματική απάντηση ήταν στα μέσα του 1944, το Ju 88 G-6 με το νέο εναέριο ραντάρ FuG 220 SN 2. Στις 13 Ιουλίου 1944, το Ju 88 G-1 4R+UR εξοπλισμένο με τα συστήματα FuG 350 Z, FuG 227 και το σύγχρονο FuG 220 Lichtenstein SN 2, προσγειώθηκε κατά λάθος στη βρετανική βάση στο Woodbridge.


Φωτογραφία: Στις 13 Ιουλίου 1944 και ώρα 04:25, το Ju 88 G-1 4R+UR εξοπλισμένο με τα τελευταίας τεχνολογίας συστήματα FuG 350 Z, FuG 227 και FuG 220 Lichtenstein SN 2, προσγειώθηκε κατά λάθος στη βρετανική βάση στο Woodbridge. Για περισσότερα, εδώ.


Εν τω μεταξύ, οι γερμανοί κυνηγοί νύχτας γίναν το θήραμα: χρησιμοποιώντας πιο σύγχρονα συστήματα ραντάρ, τα Mosquito της RAF κατάφερναν όλο και πιο πολλές φορές να επιβληθούν του αντιπάλου.

Από το 1943, τα Ju 88 και τα Bf 110 χρησιμοποιήθηκαν στην άμυνα του Ράιχ και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αποστολή τους περιλάμβανε τη διασφάλιση της περιοχής εκτός των κύριων οδών εισροής των συμμαχικών βομβαρδιστικών και την καταδίωξη αυτών, όταν πετούσαν μεμονωμένα πίσω στις μητρικές βάσεις.


Φωτογραφία: Το ραντάρ "Würzburg" το οποίο αναλάμβανε να οδηγήσει τα γερμανικά καταδιωκτικά προς τους σχηματισμούς των βρετανικών βομβαρδιστικών.


Τα Ju-88 χρησιμοποιήθηκαν και απευθείας κατά των σχηματισμών των βρετανικών βομβαρδιστικών πάνω από την Ευρώπη και τη Γερμανία. Αυτές οι ασυνήθιστες γι 'αυτά τα αεροσκάφη αποστολές, είχαν ως αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές απώλεις και πολλά από τα εξειδικευμένα στην νυκτερινή καταδίωξη Ju 88, καταρρίφθηκαν. Με την εμφάνιση των αεροσκαφών συνοδείας της USAAF, οι απώλειες ήταν πολύ υψηλές και οι αποστολές τους διακόπηκαν.

Τη νύχτα 3 με 4 Μαρτίου 1945, ξεκίνησε η επιχείρηση της Λουφτβαφε με την κωδική ονομασία „Gisela“ κατά την οποία απογειώθηκαν έως και 142 Ju 88 G σε μια τελευταία νυχτερινή καταδίωξη 200 περίπου βομβαρδιστικών της RAF, μέχρι τις βάσεις τους στην Αγγλία. Τα γερμανικά αεροσκάφη κατέρριψαν 22 βρετανικά βομβαρδιστικά. Στις γερμανικές βάσεις δεν επέστρεψαν 21 Ju 88.

Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να εμποδίσουν την προώθηση του Κόκκινου Στρατού, τα Ju 88 G πέταξαν την τελευταία αποστολή τους εναντίον σοβιετικών στόχων.

«Το μηχάνημα του Μπετόβεν»

Βασισμένο σε μια προσπάθεια του γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών για την Ανεμοπορία από το έτος 1942, αναπτύχθηκε ο συνδυασμός ενός Bf 109 E και ενός DFS-230 από την ερευνητική ομάδα του Φριτς Χάμπερ. Αυτός ο συνδυασμός γκι, ο οποίος ονομάθηκε «πατέρας και γιος» ή «το μηχάνημα του Μπετόβεν» αναπτύχθηκε για να κάνει πράξη την πτήση δύο αεροσκαφών, το ένα στην πλάτη του άλλου. Με ενισχυμένη άτρακτο στο πάνω μέρος το Bf 109 μετέφερε ένα ανεπάνδρωτο Ju 88 το οποίο με τη σειρά του ήταν μεταφορέας μεγάλης ποσότητας εκρηκτικών. Ο πιλότος του μαχητικού Bf 109 έπρεπε να πετάξει τον συνδυασμό γκι στην περιοχή-στόχο, να ενεργοποιήσει τον αυτόματο πιλότο του Ju 88 και να επιστρέψει στη βάση του. Το Ju 88 είχε τον ρόλο της ιπτάμενης βόμβας-κεφαλής 3600 κιλών και με πάνω από 1000 κιλά εκρηκτικά, έπεφτε πάνω στον στόχο στο έδαφος ή στην επιφάνεια των πλοίων.

Η πρώτη πολεμική δράση αυτού του συνδυασμού πραγματοποιήθηκε στο γαλλικό Saint-Dizier στις 14 Ιουνίου 1944, με μια επίθεση κατά του αποβατικού στόλου και ταυτόχρονα υπήρξε και το πρώτο θύμα του συνδυασμού γκι (Bf 109F/Ju 88), ο υπολοχαγός Albert Rheker, ο οποίος καταρρίφθηκε από το πλήρωμα ενός αεροσκάφους της RCAF - Mosquito MK XIII-0. Ακολούθησαν επιπλέον επιθέσεις με γκι, με περισσότερο ή λιγότερη επιτυχία.

Μετά την διάλυση πολλών μάχιμων Μοιρών με Ju 88, βρέθηκαν αρκετοί άτρακτοι παρωχημένων Ju-88. Ωστόσο, συνδυασμοί γκι προέρχονταν ακόμη και από ολοκαίνουρια Ju-88-G και Fw 190 Α. Τέλη του 1944 συγκεντρώθηκαν 60 γκι στο βόρειο τμήμα της Δανίας να εκτελέσουν μία αποστολή βομβαρδισμού κατά του βρετανικού στόλου στο Scapa Flow – η αποστολή ματαιώθηκε λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών.



Φωτογραφία: Συνδυασμός Bf 109 και Ju 88. Ήταν ένα τολμηρό σχέδιο - μια ομάδα από 100 γκι, συμπεριλαμβανομένων του συνδυασμού Dornier 217K με την βόμβα Fritz Χ, προετοιμάστηκαν για να καταστρέψεουν τρεις γιγαντιαίες εγκαταστάσεις ηλεκτρικής ενέργειας στο Λένινγκραντ και στα Ουράλια.


Η σχεδιαζόμενη αποστολή των 100 γκι ενάντια σε εγκαταστάσεις της σοβιετικής αμυντικής βιομηχανίας τον Μάρτιο του 1945, δεν έλαβε χώρα – όταν ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες, οι προβλεπόμενες εξέδρες απογείωσης βρίσκονταν στα χέρια του Κόκκινου Στρατού. Οι εξέδρες ήταν απαραίτητες για την απογείωση, λόγω του συνολικού υψηλού βάρους του γκι, περίπου 16 τόνοι, το οποίο δεν επέτρεπε τη χρήση πρόχειρων χώρων. Οι 100 διαθέσιμες ομάδες γκι χρησιμοποιήθηκαν μεμονωμένα για την καταστροφή των γεφυρών για να σταματήσουν την προέλαση των Συμμάχων. Το διακύβευμα ήταν πάντα πολύπλοκο, λόγω των καιρικών συνθηκών και λόγω της πλήρης γερμανικής απώλειας στον τομέα της αεροπορικής υπεροχής, και συχνά ανεπιτυχής. Πολλά γκι καταστράφηκαν από καταδιωκτικά των Συμμάχων στο έδαφος, λόγω του μεγέθους τους και του ανεπαρκούς καμουφλάζ.

Παραπλάνηση


Το μηχάνημα „Rauchgerät“ ήταν μία γεννήτρια καπνού, η οποία όταν ενεργοποιούντο και σε συνδυασμό με την ικανότητα της απότομης βουτιάς, οι πιλότοι των συμμαχικών καταδιωκτικών πέφταν θύμα παραπλάνησης των πληρωμάτων των Ju 88.




Φωτογραφία: «Τέλος αποστολής»

Δεν υπάρχουν σχόλια: