Ολοι μας οφείλουμε, και το κάνουμε, να σεβόμαστε τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Χρειάζεται, όμως, κάθε φορά να διεξάγεται ένας δημόσιος διάλογος για το πώς παίρνει τις αποφάσεις της και επίσης μέχρι πού πρέπει να επηρεάζεται από το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στη χώρα.
Οι δικαστές βρίσκονται οι ίδιοι σήμερα σε αναβρασμό, καθώς βλέπουν το κράτος να τους μειώνει δραστικά τις αποδοχές τους χωρίς ταυτοχρόνως να κάνει τίποτα ουσιαστικό για να λύσει τα χρόνια προβλήματα υποδομής στην απονομή δικαιοσύνης. Είναι, λοιπόν, λογικό και ανθρώπινο ένα μέρος του σημαντικού αυτού κλάδου να θελήσει κάποια στιγμή να πάρει την «εκδίκησή» του. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με αποφάσεις που θα κρίνουν, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, αντισυνταγματικές ρυθμίσεις που απορρέουν από το Μνημόνιο ή και συγκεκριμένες ενέργειες επιχειρήσεων με βάση το νέο εργασιακό πλαίσιο. Οι δικαστές θα πρέπει να ζυγίσουν από τη μια τα πραγματικά νομικά επιχειρήματα και τη γενική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και από την άλλη την άποψη πως «η Δικαιοσύνη θα αποτελεί το μόνο καταφύγιο των πολιτών στην εποχή του ΔΝΤ». Το προς τα πού θα γείρει η ζυγαριά θα κριθεί τους επόμενους μήνες. Ενδέχεται, πάντως, να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα, σε περίπτωση που δικαστές αρχίζουν να ακυρώνουν στην πράξη την υλοποίηση του Μνημονίου.
Πολιτικά θα δημιουργηθεί βεβαίως μείζον ζήτημα. Η κυβέρνηση θα πρέπει ταυτοχρόνως να σεβασθεί την αυτονομία της Δικαιοσύνης και να διασφαλίσει τη συνέχιση της παροχής στήριξης με βάση το Μνημόνιο.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμη σημαντικό θέμα που αφορά τις αποφάσεις για την άσκηση δίωξης. Την τελευταία δεκαετία έγινε μια σημαντική προσπάθεια ένα κομμάτι του ευρύτερου δημόσιου τομέα να αρχίσει να λειτουργεί με κριτήρια ημιιδιωτικού. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις το είδαν αυτό ως απειλή στα «κεκτημένα» και άρχισαν τις καταγγελίες. Σήμερα ορισμένες εξ αυτών μετατρέπονται σε διώξεις. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί ένας εισαγγελέας ή αργότερα δικαστής να αποφασίσει ότι μια ενέργεια ζημίωσε το Δημόσιο; Μπορεί, π.χ., να κρίνει ότι το τίμημα μιας εξαγοράς ή ανάθεσης είναι «ακριβό», έστω και αν εθεωρείτο λογικό από την αγορά τη στιγμή που έγινε; Και εν πάση περιπτώσει, όταν δεν προκύπτουν πουθενά στοιχεία ότι κάποιος κρατικός λειτουργός «τα πήρε» ή εξετέλεσε άνωθεν εντολή, πώς θα στοιχειοθετηθεί μια καταδίκη;
Σπατάλες και ρεμούλες στην Ελλάδα έγιναν πολλές τα τελευταία χρόνια. Αν όμως αντί να την πληρώσουν εκείνοι που κρύβονταν πίσω από offshore εταιρείες, την πληρώσουν όσοι έκαναν απλά το λάθος να δεχθούν μια θέση στο Δημόσιο, οι επιπτώσεις θα είναι καταστροφικές. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, η ρητορεία περί golden boys θα προσελκύσει σε αυτές τις θέσεις άνεργους ή λαμόγια (ή και τα δύο) και επίσης κανείς, μα κανείς, δεν θα τολμά να βάλει από εδώ και πέρα την υπογραφή του σε οιαδήποτε απόφαση που θα αφορά δημόσια περιουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου