Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ. Για ΜΙΑ ΕΞΥΠΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ.
Συντάκτης: Δρ. Ιωάννης Παρίσης Υποστράτηγος ε.α. – Πολιτικός Επιστήμονας Διδάκτορας Πανεπιστημίου ΚρήτηςΗ εθνική άμυνα εξασφαλίζεται με την απόκτηση και προβολή ισχύος. Η οικονομία αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες ισχύος που μάλιστα επηρεάζει όλους τους άλλους.
Η ένοπλη δύναμη, δηλαδή οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους, ως παράγων ισχύος, εξετάζεται τόσο από πλευράς μεγέθους και εξοπλισμού όσο και από πλευράς έρευνας και τεχνολογίας, αμυντικής βιομηχανίας, συμμαχιών αλλά και λοιπών στοιχείων που καθορίζουν τη μαχητική αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων. Μπορούμε εξαρχής να επισημάνουμε κάποια στοιχεία:
Η οικονομία αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων των παραγόντων ισχύος, αποτελώντας κατ’ ουσία, το θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η ισχύς των κρατών, καθώς και την πηγή των πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος.
Η σχέση της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος, εμφανίζεται αμφίδρομη δεδομένου ότι αφενός η ύπαρξη ισχυρής και ακμάζουσας οικονομίας είναι απαραίτητη προκειμένου να διατεθούν πόροι για την παραγωγή στρατιωτικής ισχύος, αφετέρου η τελευταία, συμβάλλει όχι μόνο στην προστασία της εθνικής οικονομίας, αλλά και στην περαιτέρω ενίσχυσή της, καθώς εξασφαλίζει την ειρήνη, προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα και συντελεί στην προώθησή τους.
H οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος. Η κατοχή οικονομικής ισχύος μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση στρατιωτικής ισχύος, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί και το αντίστροφο. Αναφορά στη διαδραστική σχέση οικονομίας και ένοπλης δύναμης βρίσκουμε και στον Θουκυδίδη, ο οποίος στην εξιστόρησή του «υποδηλώνει – όπως γράφει ο Βύρων Θεοδωρόπουλος – όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη».
Η προβολή της εθνικής ισχύος, ανεξαρτήτως σε ποιους παράγοντες αυτή βασίζεται, υλοποιείται σε κάθε περίπτωση με τις ένοπλες δυνάμεις. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, παρά την επίδειξη ισχύος με άλλα μέσα – π.χ. διπλωματικές και οικονομικές πιέσεις – το τελικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων ή κατ’ ελάχιστον, με προβολή της ισχύος τους.
Το βέλτιστο επίπεδο αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος ενός κράτους αποτελεί συνάρτηση της στρατιωτικής ισχύος και κατ’ επέκταση των παραγόντων που την καθορίζουν, με σημαντικότερο το κόστος απόκτησης, συντήρησης και διαχείρισης της στρατιωτικής ισχύος, δηλαδή το ύψος των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες αναφέρονται στο κόστος διαχείρισης και συντήρησης του συνόλου του προσωπικού και του υλικού (πολεμικού και μη) που προορίζονται για την παραγωγή της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και σε περιόδους κρίσεων ή πολεμικών συρράξεων. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες των αμυντικών δαπανών, όπως γράφει ο Χρ. Κόλλιας, μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατηγικοί, ακόμα και ιστορικοί, αν και τελικά εκείνος που βαραίνει είναι ο οικονομικός παράγων.
Η ισχύς μιας μεγάλης δύναμης αντανακλάται, μεταξύ των άλλων, και στο ύψος των αμυντικών της δαπανών. Η διατήρηση του χαρακτηριστικού της υπερδύναμης εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τα προβλήματα και την ανάδυση νέων ισχυρών παικτών στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν είναι τυχαία, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν για τις ένοπλες δυνάμεις τους άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, τη στιγμή που η αμέσως ακολουθούσα σε μέγεθος στρατιωτικών δαπανών Κίνα δηλώνει αμυντικό προϋπολογισμό της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο αντίστοιχος ρωσικός προϋπολογισμός ανέρχεται επισήμως σε περίπου 40 δις δολάρια.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δαπανά ένα από τα μεγαλύτερα ποσά για αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ. Ως ποσοστό επί τοις εκατό οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας είναι οι υψηλότερες όλων (πίνακας). Είναι επίσης χρήσιμο να δούμε τις αμυντικές δαπάνες των πέντε κύριων, από στρατιωτικής πλευράς, ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου (πίνακας).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και των οπλικών συστημάτων που διατηρεί η χώρα μας σε σύγκριση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Αν η Ισπανία, μια χώρα με 4πλάσια έκταση, πληθυσμό και ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα, διατηρούσε ανάλογες προς την Ελλάδα ΕΔ, θα έπρεπε να έχει: 600.000 προσωπικό, 6.000 άρματα μάχης, 70 πλοία επιφανείας, 35 υποβρύχια, 1.300 μαχητικά αεροσκάφη, 130 επιθετικά ελικόπτερα. Αντίθετα αν η Ελλάδα διατηρούσε ΕΔ ανάλογες της Ισπανίας θα έπρεπε να έχει: προσωπικό κάτω των 40.000, 90 άρματα μάχης, 3 πλοία επιφανείας, 1 υποβρύχιο, 46 μαχητικά αεροσκάφη, κανένα ή έστω 6 επιθετικά ελικόπτερα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας μέλους της ΕΕ στο σύνολο των ευρωπαϊκών δαπανών (πίνακας)
Από τα όσα προαναφέρθηκαν γίνεται καθαρά αντιληπτό το βάρος που υφίσταται η ελληνική οικονομία προκειμένου να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, όμως ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν περιθώρια περεταίρω αύξησης των αμυντικών δαπανών. Εκείνο που είναι εν προκειμένω ενδιαφέρον, και στο οποίο θα εστιάσω την εισήγησή μου, είναι το κατά πόσο είναι εφικτό, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για τις αμυντικές δαπάνες να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του εξοπλισμού των ΕΔ. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία και μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας αν τύχει της επιβαλλόμενης προσοχής. Ας δούμε αναλυτικότερα τι ακριβώς εννοούμε.
Οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας κατανέμονται γενικά στους εξής τομείς:
Δαπάνες προσωπικού: Πληρωμές, Επιδόματα, Συντάξεις, Τροφοδοσία, Υγειονομική περίθαλψη
Δαπάνες λειτουργικές: Λειτουργία & συντήρηση (ανταλλακτικά και προμήθειες) κύριου υλικού, Άλλα υλικά και προμήθειες, Κοστη σχετιζόμενα με αναλώσιμα και συντήρηση υποδομών
Επενδύσεις: Προμήθειες εξοπλισμών, Έρευνα & Ανάπτυξη
Πού και πώς μπορεί να προέλθει οικονομία στις αμυντικές δαπάνες; Οι λέξεις κλειδιά κατά τη γνώμη του ομιλούντος είναι: στρατηγική, οργάνωση, τυποποίηση, αμυντική βιομηχανία. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις περιπτώσεις αυτές:
Στην περίπτωση των δαπανών για το προσωπικό πράγματι δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης. Αντίθετα οι ελληνικές ΕΔ έχουν ανάγκη μεγαλύτερων δαπανών για το προσωπικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για τις δαπάνες που κυρίως συνδέονται με το θέμα του ηθικού και του φρονήματος, το οποίο δεν αποτιμάται σε ευρώ. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μέριμνα για το προσωπικό κατά την ειρηνική περίοδο, αλλά πρωτίστως στον εξοπλισμό του μαχητή ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες του πεδίου.
Οι λειτουργικές δαπάνες έχουν περιθώρια καλύτερης οργάνωσης και διαχείρισης. Πολύ σύντομα, αναφερόμαστε σε δύο κατά βάση τομείς: πρώτον, ανταλλακτικά και συντήρηση και δεύτερον, αναλώσιμα και υποδομές.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, δηλαδή οι ανάγκες να εξασφαλίζονται με μικρότερες δαπάνες. Ωστόσο, υπάρχουν εγγενή προβλήματα που δυσχεραίνουν οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοια είναι:
Η πανσπερμία υλικού, η οποία έχει ως συνέπεια να απαιτούνται πρόσθετες δαπάνες για αναλώσιμα, διαφορετικές κλίμακες ανταλλακτικών, διαφορετικές συλλογές εργαλείων, εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού κλπ. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως από την προχειρότητα και την έλλειψη στρατηγικής στους εξοπλισμούς. Είναι εύκολα αντιληπτή η σπατάλη πόρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.
Η διασπορά των σχηματισμών και μονάδων του στρατού και η διατήρηση μη αναγκαίων σχηματισμών, μονάδων και στρατοπέδων. Είναι αδιανόητο ο Ελληνικός Στρατός να έχει διάταξη ανταποκρινόμενη προς τα γεωπολιτικά δεδομένα της ψυχροπολεμικής εποχής, ή αυτή να καθορίζεται από τοπικιστικές εξαρτήσεις με παρεμβάσεις διαφόρων φορέων.
Φυσικά, για τη λύση του προβλήματος αυτού απαιτείται σαφής πολιτική απόφαση σε υψηλό επίπεδο, με δεδομένο ότι μιλάμε για αναδιοργάνωση που θα περιλάβει καταρχήν κατάργηση σχηματισμών και μονάδων, κλείσιμο στρατοπέδων και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, γενικώς «συμμάζεμα» του Στρατού. Αναδιοργάνωση που θα δυσαρεστήσει πολλούς εκτός Στρατού που έχουν συμφέροντα – πολιτικά, οικονομικά, τοπικιστικά – από την ύπαρξη στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε κάθε πόλη και κωμόπολη. Δεν είναι όμως λογικό – οργανωτικά, λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά – να διατηρεί ο Στρατός άχρηστους σχηματισμούς και μονάδες, τη στιγμή μάλιστα που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να τις επανδρώσει στοιχειωδώς.
Αμφιβάλλει κανείς ότι ένα τέτοιο συμμάζεμα θα είχε ως συνέπεια σοβαρή οικονομία στα λειτουργικά έξοδα των μονάδων και τη συντήρηση των υποδομών; Οι δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις είναι ο σημαντικότερος τομέας στον οποίο είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν οικονομίες κλίμακας. Ήδη από ετών κάποιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν σχετικές στρατηγικές. Στη Βρετανία εφαρμόζεται από το 2001 μια νέα στρατηγική επί των εξοπλισμών που αποκαλείται Smart Procurement και ενσωματώνει τις ανάγκες των τριών κλάδων των ΕΔ μέσα από μακροπρόθεσμους στόχους και κατάλληλες διαδικασίες που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος προμήθειας. Παρόμοιες στρατηγικές εφαρμόζουν και άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μία στρατηγική επί των προμηθειών αμυντικού υλικού, η οποία θα αξιολογεί τις ανάγκες και θα καθορίζει τις προμήθειες σε βάθος χρόνου. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα οπλικά συστήματα θα είναι προσαρμοσμένα προς τις πραγματικές απαιτήσεις και προς τα ήδη χρησιμοποιούμενα συστήματα. Επιπλέον, χρειάζεται για κάθε περίπτωση ένα χρονοδιάγραμμα προμήθειας που θα καθορίζει τον χρόνο και την ποσότητα που θα παραλαμβάνεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προμήθεια. Όμως εκείνο που είναι απαραίτητο, για να μην είναι δυνατή η καταστρατήγηση της στρατηγικής, είναι η κύρωση με νόμο από τη Βουλή ώστε κανείς υπουργός και καμία κυβέρνηση να μπορεί να μεταβάλλει τις αποφάσεις και τα χρονοδιαγράμματα.
Ένας κρίσιμος τομέας που συνδέεται άμεσα με τις αμυντικές επενδύσεις είναι η αμυντική βιομηχανία. Η βιομηχανική βάση της άμυνας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση, δεδομένου ότι χωρίς βιομηχανία που ερευνά, αναπτύσσει και παράγει τα αμυντικά συστήματα, δεν υπάρχει ικανή άμυνα. Βεβαίως, ένα κράτος μπορεί να αποφασίσει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις του μέσω αγορών από το εξωτερικό. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα καταρρεύσει οικονομικά και θα χάσει σε αυτονομία, αλλά επίσης θα παραμένει στο περιθώριο των καινοτομιών σε ζωτικούς τομείς για την γενική ανάπτυξη της χώρας.
Προκειμένου να αξιολογηθεί η αμυντική βιομηχανία μιας χώρας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προμήθειες υλικού από το εξωτερικό σε σχέση με τις δαπάνες αμυντικού υλικού που φαίνονται στον προϋπολογισμό της χώρας. Η διαφορά αυτή συνιστά την καθοριστική μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν αναλύεται η αμυντική βιομηχανία. Μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών μιας πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία μπορούμε να αναφέρουμε:
Τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών.
Την εξασφάλιση παραγωγικής δραστηριότητας για την εγχώρια βιομηχανία.
Την απόκτηση νέων τεχνολογιών και εκπαίδευση προσωπικού.
Αποτελεί δυστύχημα που δεκαετίες τώρα η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν έχει αξιοποιηθεί, ενώ έχει ανάλογες δυνατότητες. Έτσι, οι μεν κρατικές βιομηχανίες, οι οποίες χρησιμοποιούν τεράστιο αριθμό προσωπικού και διαθέτουν σημαντική τεχνογνωσία, χρησιμοποιούνται από ξένους κολοσσούς ως μέσο επίτευξης απευθείας αναθέσεων, οι δε ιδιωτικές επιβιώνουν κυρίως μέσω της υλοποίησης των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Κλείνω την εισήγησή μου με μια επισήμανση. Ο Rassell αναφερόμενος στη σημασία της οικονομίας ως παράγοντος ισχύος, σημειώνει ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να συμπεράνουμε ότι θα νικήσει οπωσδήποτε η πλευρά που υπερέχει στον τομέα της οικονομίας, επισημαίνοντας τη σημασία του φρονήματος που τονώνει το πατριωτικό αίσθημα, όπως γράφει, και είναι εξίσου σημαντικό με τον οικονομικό παράγοντα. Το φρόνημα λοιπόν ενός λαού και φυσικά των ενόπλων δυνάμεών του είναι καθοριστικός παράγων.
Η ένοπλη δύναμη, δηλαδή οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους, ως παράγων ισχύος, εξετάζεται τόσο από πλευράς μεγέθους και εξοπλισμού όσο και από πλευράς έρευνας και τεχνολογίας, αμυντικής βιομηχανίας, συμμαχιών αλλά και λοιπών στοιχείων που καθορίζουν τη μαχητική αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων. Μπορούμε εξαρχής να επισημάνουμε κάποια στοιχεία:
Η οικονομία αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων των παραγόντων ισχύος, αποτελώντας κατ’ ουσία, το θεμέλιο επί του οποίου εδράζεται η ισχύς των κρατών, καθώς και την πηγή των πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος.
Η σχέση της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος, εμφανίζεται αμφίδρομη δεδομένου ότι αφενός η ύπαρξη ισχυρής και ακμάζουσας οικονομίας είναι απαραίτητη προκειμένου να διατεθούν πόροι για την παραγωγή στρατιωτικής ισχύος, αφετέρου η τελευταία, συμβάλλει όχι μόνο στην προστασία της εθνικής οικονομίας, αλλά και στην περαιτέρω ενίσχυσή της, καθώς εξασφαλίζει την ειρήνη, προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα και συντελεί στην προώθησή τους.
H οικονομική ισχύς αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής ισχύος. Η κατοχή οικονομικής ισχύος μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση στρατιωτικής ισχύος, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί και το αντίστροφο. Αναφορά στη διαδραστική σχέση οικονομίας και ένοπλης δύναμης βρίσκουμε και στον Θουκυδίδη, ο οποίος στην εξιστόρησή του «υποδηλώνει – όπως γράφει ο Βύρων Θεοδωρόπουλος – όχι μόνο την εξάρτηση της πολεμικής ισχύος από την οικονομική ακμή, αλλά και το αντίστροφο: ότι δηλαδή η πολεμική ισχύς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη».
Η προβολή της εθνικής ισχύος, ανεξαρτήτως σε ποιους παράγοντες αυτή βασίζεται, υλοποιείται σε κάθε περίπτωση με τις ένοπλες δυνάμεις. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, παρά την επίδειξη ισχύος με άλλα μέσα – π.χ. διπλωματικές και οικονομικές πιέσεις – το τελικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων ή κατ’ ελάχιστον, με προβολή της ισχύος τους.
Το βέλτιστο επίπεδο αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος ενός κράτους αποτελεί συνάρτηση της στρατιωτικής ισχύος και κατ’ επέκταση των παραγόντων που την καθορίζουν, με σημαντικότερο το κόστος απόκτησης, συντήρησης και διαχείρισης της στρατιωτικής ισχύος, δηλαδή το ύψος των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες αναφέρονται στο κόστος διαχείρισης και συντήρησης του συνόλου του προσωπικού και του υλικού (πολεμικού και μη) που προορίζονται για την παραγωγή της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και σε περιόδους κρίσεων ή πολεμικών συρράξεων. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες των αμυντικών δαπανών, όπως γράφει ο Χρ. Κόλλιας, μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατηγικοί, ακόμα και ιστορικοί, αν και τελικά εκείνος που βαραίνει είναι ο οικονομικός παράγων.
Η ισχύς μιας μεγάλης δύναμης αντανακλάται, μεταξύ των άλλων, και στο ύψος των αμυντικών της δαπανών. Η διατήρηση του χαρακτηριστικού της υπερδύναμης εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τα προβλήματα και την ανάδυση νέων ισχυρών παικτών στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν είναι τυχαία, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπανούν για τις ένοπλες δυνάμεις τους άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, τη στιγμή που η αμέσως ακολουθούσα σε μέγεθος στρατιωτικών δαπανών Κίνα δηλώνει αμυντικό προϋπολογισμό της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο αντίστοιχος ρωσικός προϋπολογισμός ανέρχεται επισήμως σε περίπου 40 δις δολάρια.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δαπανά ένα από τα μεγαλύτερα ποσά για αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ. Ως ποσοστό επί τοις εκατό οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας είναι οι υψηλότερες όλων (πίνακας). Είναι επίσης χρήσιμο να δούμε τις αμυντικές δαπάνες των πέντε κύριων, από στρατιωτικής πλευράς, ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου (πίνακας).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και των οπλικών συστημάτων που διατηρεί η χώρα μας σε σύγκριση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Αν η Ισπανία, μια χώρα με 4πλάσια έκταση, πληθυσμό και ΑΕΠ σε σχέση με την Ελλάδα, διατηρούσε ανάλογες προς την Ελλάδα ΕΔ, θα έπρεπε να έχει: 600.000 προσωπικό, 6.000 άρματα μάχης, 70 πλοία επιφανείας, 35 υποβρύχια, 1.300 μαχητικά αεροσκάφη, 130 επιθετικά ελικόπτερα. Αντίθετα αν η Ελλάδα διατηρούσε ΕΔ ανάλογες της Ισπανίας θα έπρεπε να έχει: προσωπικό κάτω των 40.000, 90 άρματα μάχης, 3 πλοία επιφανείας, 1 υποβρύχιο, 46 μαχητικά αεροσκάφη, κανένα ή έστω 6 επιθετικά ελικόπτερα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας μέλους της ΕΕ στο σύνολο των ευρωπαϊκών δαπανών (πίνακας)
Από τα όσα προαναφέρθηκαν γίνεται καθαρά αντιληπτό το βάρος που υφίσταται η ελληνική οικονομία προκειμένου να ανταποκριθεί στις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, όμως ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν περιθώρια περεταίρω αύξησης των αμυντικών δαπανών. Εκείνο που είναι εν προκειμένω ενδιαφέρον, και στο οποίο θα εστιάσω την εισήγησή μου, είναι το κατά πόσο είναι εφικτό, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για τις αμυντικές δαπάνες να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του εξοπλισμού των ΕΔ. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία και μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας αν τύχει της επιβαλλόμενης προσοχής. Ας δούμε αναλυτικότερα τι ακριβώς εννοούμε.
Οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας κατανέμονται γενικά στους εξής τομείς:
Δαπάνες προσωπικού: Πληρωμές, Επιδόματα, Συντάξεις, Τροφοδοσία, Υγειονομική περίθαλψη
Δαπάνες λειτουργικές: Λειτουργία & συντήρηση (ανταλλακτικά και προμήθειες) κύριου υλικού, Άλλα υλικά και προμήθειες, Κοστη σχετιζόμενα με αναλώσιμα και συντήρηση υποδομών
Επενδύσεις: Προμήθειες εξοπλισμών, Έρευνα & Ανάπτυξη
Πού και πώς μπορεί να προέλθει οικονομία στις αμυντικές δαπάνες; Οι λέξεις κλειδιά κατά τη γνώμη του ομιλούντος είναι: στρατηγική, οργάνωση, τυποποίηση, αμυντική βιομηχανία. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις περιπτώσεις αυτές:
Στην περίπτωση των δαπανών για το προσωπικό πράγματι δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης. Αντίθετα οι ελληνικές ΕΔ έχουν ανάγκη μεγαλύτερων δαπανών για το προσωπικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για τις δαπάνες που κυρίως συνδέονται με το θέμα του ηθικού και του φρονήματος, το οποίο δεν αποτιμάται σε ευρώ. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μέριμνα για το προσωπικό κατά την ειρηνική περίοδο, αλλά πρωτίστως στον εξοπλισμό του μαχητή ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνθήκες του πεδίου.
Οι λειτουργικές δαπάνες έχουν περιθώρια καλύτερης οργάνωσης και διαχείρισης. Πολύ σύντομα, αναφερόμαστε σε δύο κατά βάση τομείς: πρώτον, ανταλλακτικά και συντήρηση και δεύτερον, αναλώσιμα και υποδομές.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, δηλαδή οι ανάγκες να εξασφαλίζονται με μικρότερες δαπάνες. Ωστόσο, υπάρχουν εγγενή προβλήματα που δυσχεραίνουν οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοια είναι:
Η πανσπερμία υλικού, η οποία έχει ως συνέπεια να απαιτούνται πρόσθετες δαπάνες για αναλώσιμα, διαφορετικές κλίμακες ανταλλακτικών, διαφορετικές συλλογές εργαλείων, εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού κλπ. Το πρόβλημα δημιουργείται κυρίως από την προχειρότητα και την έλλειψη στρατηγικής στους εξοπλισμούς. Είναι εύκολα αντιληπτή η σπατάλη πόρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.
Η διασπορά των σχηματισμών και μονάδων του στρατού και η διατήρηση μη αναγκαίων σχηματισμών, μονάδων και στρατοπέδων. Είναι αδιανόητο ο Ελληνικός Στρατός να έχει διάταξη ανταποκρινόμενη προς τα γεωπολιτικά δεδομένα της ψυχροπολεμικής εποχής, ή αυτή να καθορίζεται από τοπικιστικές εξαρτήσεις με παρεμβάσεις διαφόρων φορέων.
Φυσικά, για τη λύση του προβλήματος αυτού απαιτείται σαφής πολιτική απόφαση σε υψηλό επίπεδο, με δεδομένο ότι μιλάμε για αναδιοργάνωση που θα περιλάβει καταρχήν κατάργηση σχηματισμών και μονάδων, κλείσιμο στρατοπέδων και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, γενικώς «συμμάζεμα» του Στρατού. Αναδιοργάνωση που θα δυσαρεστήσει πολλούς εκτός Στρατού που έχουν συμφέροντα – πολιτικά, οικονομικά, τοπικιστικά – από την ύπαρξη στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε κάθε πόλη και κωμόπολη. Δεν είναι όμως λογικό – οργανωτικά, λειτουργικά και κυρίως επιχειρησιακά – να διατηρεί ο Στρατός άχρηστους σχηματισμούς και μονάδες, τη στιγμή μάλιστα που εκ των πραγμάτων αδυνατεί να τις επανδρώσει στοιχειωδώς.
Αμφιβάλλει κανείς ότι ένα τέτοιο συμμάζεμα θα είχε ως συνέπεια σοβαρή οικονομία στα λειτουργικά έξοδα των μονάδων και τη συντήρηση των υποδομών; Οι δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις είναι ο σημαντικότερος τομέας στον οποίο είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν οικονομίες κλίμακας. Ήδη από ετών κάποιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν σχετικές στρατηγικές. Στη Βρετανία εφαρμόζεται από το 2001 μια νέα στρατηγική επί των εξοπλισμών που αποκαλείται Smart Procurement και ενσωματώνει τις ανάγκες των τριών κλάδων των ΕΔ μέσα από μακροπρόθεσμους στόχους και κατάλληλες διαδικασίες που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος προμήθειας. Παρόμοιες στρατηγικές εφαρμόζουν και άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μία στρατηγική επί των προμηθειών αμυντικού υλικού, η οποία θα αξιολογεί τις ανάγκες και θα καθορίζει τις προμήθειες σε βάθος χρόνου. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα οπλικά συστήματα θα είναι προσαρμοσμένα προς τις πραγματικές απαιτήσεις και προς τα ήδη χρησιμοποιούμενα συστήματα. Επιπλέον, χρειάζεται για κάθε περίπτωση ένα χρονοδιάγραμμα προμήθειας που θα καθορίζει τον χρόνο και την ποσότητα που θα παραλαμβάνεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προμήθεια. Όμως εκείνο που είναι απαραίτητο, για να μην είναι δυνατή η καταστρατήγηση της στρατηγικής, είναι η κύρωση με νόμο από τη Βουλή ώστε κανείς υπουργός και καμία κυβέρνηση να μπορεί να μεταβάλλει τις αποφάσεις και τα χρονοδιαγράμματα.
Ένας κρίσιμος τομέας που συνδέεται άμεσα με τις αμυντικές επενδύσεις είναι η αμυντική βιομηχανία. Η βιομηχανική βάση της άμυνας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση, δεδομένου ότι χωρίς βιομηχανία που ερευνά, αναπτύσσει και παράγει τα αμυντικά συστήματα, δεν υπάρχει ικανή άμυνα. Βεβαίως, ένα κράτος μπορεί να αποφασίσει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις του μέσω αγορών από το εξωτερικό. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα καταρρεύσει οικονομικά και θα χάσει σε αυτονομία, αλλά επίσης θα παραμένει στο περιθώριο των καινοτομιών σε ζωτικούς τομείς για την γενική ανάπτυξη της χώρας.
Προκειμένου να αξιολογηθεί η αμυντική βιομηχανία μιας χώρας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προμήθειες υλικού από το εξωτερικό σε σχέση με τις δαπάνες αμυντικού υλικού που φαίνονται στον προϋπολογισμό της χώρας. Η διαφορά αυτή συνιστά την καθοριστική μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν αναλύεται η αμυντική βιομηχανία. Μεταξύ των αντικειμενικών σκοπών μιας πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία μπορούμε να αναφέρουμε:
Τη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών.
Την εξασφάλιση παραγωγικής δραστηριότητας για την εγχώρια βιομηχανία.
Την απόκτηση νέων τεχνολογιών και εκπαίδευση προσωπικού.
Αποτελεί δυστύχημα που δεκαετίες τώρα η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν έχει αξιοποιηθεί, ενώ έχει ανάλογες δυνατότητες. Έτσι, οι μεν κρατικές βιομηχανίες, οι οποίες χρησιμοποιούν τεράστιο αριθμό προσωπικού και διαθέτουν σημαντική τεχνογνωσία, χρησιμοποιούνται από ξένους κολοσσούς ως μέσο επίτευξης απευθείας αναθέσεων, οι δε ιδιωτικές επιβιώνουν κυρίως μέσω της υλοποίησης των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Κλείνω την εισήγησή μου με μια επισήμανση. Ο Rassell αναφερόμενος στη σημασία της οικονομίας ως παράγοντος ισχύος, σημειώνει ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να συμπεράνουμε ότι θα νικήσει οπωσδήποτε η πλευρά που υπερέχει στον τομέα της οικονομίας, επισημαίνοντας τη σημασία του φρονήματος που τονώνει το πατριωτικό αίσθημα, όπως γράφει, και είναι εξίσου σημαντικό με τον οικονομικό παράγοντα. Το φρόνημα λοιπόν ενός λαού και φυσικά των ενόπλων δυνάμεών του είναι καθοριστικός παράγων.
Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/12/blog-post_7587.html#ixzz0asYNFAss
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου