Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Τούτο το δοβλέτι μήτε χάνεται, μήτε σιάχνεται" του Γιάννη Κορομήλη ( 24/12/2009 )



Φαίνεται ότι η γνωστή ρήση του Γέρου του Μοριά: «Τούτο το δοβλέτι μήτε χάνεται μήτε σιάχνεται» παραμένει στον τόπο μας διαρκώς επίκαιρη.

Αρκεί μια πρόχειρη σταχυολόγηση από την 25 και πλέον αιώνων ιστορία μας για να διαπιστώσει κανείς ότι υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες που η Ελλάδα κατάφερε το ακατόρθωτο, κερδίζοντας το θαυμασμό της οικουμένης. Είναι οι στιγμές που ο Έλληνας συμπεριφέρεται με πρωτόγνωρο και απρόβλεπτο συνήθως τρόπο και ξαφνιάζει τους πάντες, εκπλήσσοντας ευχάριστα τους φίλους και αποθαρρύνοντας τους όποιους επικριτές ή και εχθρούς. Αν προσπαθούσε κάποιος να χαρακτηρίσει με μια λέξη αυτόν τον, θα αρκούσε μάλλον μόνον η λέξη Έλληνας. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες περίοδοι, δυστυχώς είναι οι περισσότερες, που ο Έλληνας συμπεριφέρεται, ως ένας άλλος Έλληνας, με ιδιαιτερο και πάλι τρόπο, απογοητεύοντας όμως τους φίλους του και αναθαρρύνοντας τους επικριτές του. Ο Έλληνας κι ο Έλληνας. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, οι οποίες εμφανίζονται ανάλογα με το διαχρονικό εγωισμό του Έλληνα κάθε χρονικής περιόδου. Στην ευχάριστη όψη, ο εγωισμός εμφανίζεται ως φιλότιμο (λέξη μάλλον αμετάφραστη στις υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου), οι Έλληνες συστρατεύονται για την επιτυχία ενός κοινού στόχου και η Ελλάδα μεγαλουργεί τόσο σε περιόδους πολέμων πχ 1821, 1940 όσο και σε περιόδους ειρήνης πχ Ολυμπιάδα 2004. Στη δυσάρεστη όψη, ο εγωισμός εκφράζεται ως ατομικισμός με χαρακτηριστικά ωχαδερφισμού (λέξη ίσως μεταφραζόμενη και σε άλλες γλώσσες αλλά μάλλον με διαφορετική πραγματική σημασία), οι Έλληνες διχαζόμαστε, γινόμαστε εσωστρεφείς και η Ελλάδα παρακμάζει.

Αυτό τον ιδιαίτερο και μάλλον μοναδικό στον κόσμο εγωισμό του Έλληνα που άλλοτε κάνει θαύματα και άλλοτε τα κάνει θάλασσα περιγράφει με μοναδικό τρόπο στα «Λόγια της πλώρης» ο Ανδρέας Καρκαβίτσας: «Έλληνας! σου λέει ο άλλος. Δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας, δε λέω. […] Μα δεν είμαστε και ντιπ για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε. Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε.»

Ας έλθουμε τώρα σε ενεστώτα χρόνο. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά και δισεπίλυτα προβλήματα στην οικονομία (ύφεση, δημόσιο χρέος, έλλειμμα κλπ), στην κρατική διοίκηση (σπατάλη, διαφθορά κλπ) και στην ευρύτερη δημόσια ζωή πχ υγεία, παιδεία κλπ, τα οποία ανατροφοδοτούν, το ένα το άλλο, δημιουργώντας τον τέλειο κυκλώνα. Αν και κάποιοι θεωρούν, ως γενεσιουργό αιτία αυτού του κυκλώνα, την τρέχουσα οικονομική κρίση που ξεκίνησε με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του περασμένου χειμώνα, μάλλον το μάτι του κυκλώνα οφείλεται στα, γνωστά από το παρελθόν, εγγενή αίτια μιας γενικευμένης αβελτηρίας που κατάφερε να δημιουργήσει ο ωχαδερφισμός και το βόλεμα του Νεοέλληνα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα προβλήματα που είχαν δημιουργήσει αυτά τα εγγενή αίτια έθεσε ξαφνικά σε άτακτη κίνηση η οικονομική κρίση, δημιουργώντας κύματα ανησυχίας στο εσωτερικό (δύσκολη γαρ μια προιωνιζόμενη διακοπή της άφρονας καλοπέρασης έστω και με δανεικά!) και σύννεφα αναξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό (όχι πάντοτε άδικα), δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιους διεθνείς επενδυτικούς οίκους να υποβιβάσουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.

«Party’s over for Greek graspers» ήταν ο τίτλος δημοσιεύματος της εφημερίδας Sunday Times της 20ης Δεκεμβρίου 2009, το οποίο ζητά να μπει τέλος στο πάρτι της σπατάλης στην Ελλάδα. Και το κακό για μας είναι ότι δώσαμε οι ίδιοι την ευκαιρία σε κάποιους ξένους να γράφουν δυσφημιστικά δημοσιεύματα για την αξιοπιστία της χώρας και του φιλότιμου, στην πλειονότητα, λαού της με κάποιες αλόγιστες συμπεριφορές του παρελθόντος. Όπως κατάφεραν κάποιοι να μας διχάσουν και ακριβώς πριν από 65 χρόνια, όταν στις 26-27 Δεκεμβρίου 1944 ο Τσώρτσιλ είπε σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα, προτρέποντας ένα φωτογράφο να φωτογραφίσει τους Έλληνες: «Το σόου είναι των Ελλήνων.» Τη στιγμή εκείνη μαίνονταν στην Αθήνα τα Δεκεμβριανά. Άλλοι καιροί, μάλλον ίδιος καταστροφικός ατομικισμός, διαφορετικές ασφαλώς σε αξία οι απώλειες. Γιατί η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια παραμένουν διαχρονικά ανεκτίμητες. Ωστόσο καμιά απώλεια, έστω και χρημάτων, δεν θα μπορούσε να αποτελεί επιθυμητό προορισμό οποιασδήποτε αφετηρίας.

Και η πιο πρόσφατη αφετηρία στην πολιτική ιστορία της χώρας βρίσκεται ασφαλώς στα 1974 όταν όλοι οι Έλληνες ενωμένοι θεμελιώσαμε, δια χειρός Κωνσταντίνου Καραμανλή, μια ισχυρή, όσο ποτέ άλλοτε, κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η οποία κατά τα φαινόμενα ποτέ δεν πρόκειται να ξαναχάσει το δρόμο της, παρά τις αυθαίρετες ατομικές ή και ομαδικές συμπεριφορές κάποιων. Στα 35 χρόνια που πέρασαν από τότε και ενωθήκαμε και χωριστήκαμε κυρίως σε τρεις κατηγορίες. Οι εσαεί βολεμένοι, οι περιστασιακά βολεμένοι και αυτοί που παρακολουθούν τους άλλους να βολεύονται. Οι πρώτοι καταφέρνουν να αποκομίζουν οφέλη από τον κρατικό κορβανά ανεξαρτήτως κυβερνώσας παράταξης (ενικός αριθμός, γιατί οι μονοκομματικές κυβερνήσεις στον τόπο μας έχουν γίνει πια παράδοση), συμπεριφερόμενοι προεκλογικά ως ανεμοδούρες. Οι δεύτεροι περιμένουν να κυβερνήσει η παράταξή τους για να βολευτούν. Οι τελευταίοι μη μπορώντας μάλλον να βολευτούν, θεωρούν εαυτούς αδικημένους και κατηγορούν συνήθως το δικομματισμό για όλα τα δεινά του τόπου. Υπάρχει βέβαια και μια τέταρτη κατηγορία. Αυτοί που δεν θέλουν να βολευτούν. «Δε ζυγιάζουν, δε μετρούν, δε βολεύονται» που θάλεγε κι ο Καζαντζάκης. Αυτοί είναι πιθανό να ανήκουν πολιτικά σε όλες τις παρατάξεις αλλά κομματικά ανήκουν μόνο στον εαυτό τους. Συνήθως στέλνουν τα δηκτικά τους χαιρετίσματα στην εξουσία, άμα τη διαπιστώσει των όποιων «πράσσειν άλογα». Η κατηγορία αυτή μάλλον είναι και η πιο «αραιοκατοικημένη» και έγινε ακόμη φτωχότερη, σε ενεστώτα χρόνο, με την απώλεια του οραματιστή εκδότη και ευπατρίδη Χρήστου Λαμπράκη και του δημιουργού ζωγράφου, συνεχιστή του Φώτη Κόντογλου, Γιάννη Μώραλη. Δυο απώλειες που μειώνουν ασφαλώς το εθνικό κεφάλαιο. Θα παραμένουν ωστόσο πάντα επίκαιρα τα πρότυπά τους, ως εξαιρέσεις, στο κλίμα αβελτηρίας και βολέματος της εποχής μας για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Και ο κανόνας είναι: όταν οι πολλοί ζητούν να βολευτούν, η πολιτική συνήθως λαϊκίζει και χρησιμοποιεί το κράτος για να διατηρήσει ή και να αυξήσει την ισχύ της στο εκλογικό σώμα. Ο λαϊκισμός των τελευταίων δεκαετιών, φαίνεται ότι σήμερα κατάφερε να δημιουργήσει ένα αναξιόπιστο και αναποτελεσματικό κράτος που: «δεν έχει θεσμοθετήσει αυτό που θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει και δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει όσα έχει θεσμοθετήσει».

Η οικονομία σήμερα βρίσκεται σε βαθιά ύφεση.

«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα.[..]
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα [..]
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάνει.[..]»
(Κ. Παλαμάς)

Το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος μαζί με το διψήφιο έλλειμμα και την αναξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό φαίνεται να υπονομεύουν την όποια πιθανή ανάκαμψη.

Οι ψηλοί, στο οικονομικό δέμας, διεθνείς επενδυτικοί οίκοι μάλλον «μυρίστηκαν ψητό» όπως λέει η λαϊκή σοφία και υπό το θεμιτό πρόσχημα της αναξιοπιστίας μας (τους δώσαμε στο παρελθόν αναληθή στοιχεία) επιδιώκουν να αποκομίσουν αθέμιτα οφέλη (οι πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της χώρας εξακολουθούν να είναι πάρα πολύ μεγάλες), ποντάροντας στο προσώρας χαμήλωμα της οικονομίας.

Ποιος θα κερδίσει; Αυτοί ή εμείς; Θα το κρίνει το Ελληνικό φιλότιμο.

Γιάννης Κορομήλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: