Μέρος β´
Μ' αυτά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουμένη,
η κόρη φεύγει τρέχοντας κι απ' τη χαρά χεσμένη.
Αμέσως πήγε μόνη της και στήθηκε στη Βρύση,
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει.
Ήταν ντυμένη ελαφρά, κυλότα δεν φορούσε,
γιατί η κάψα στο μουνί την εταλαιπωρούσε.
Πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλαρά περίμενε κι ευχόταν
να 'ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος σαν πρέπει
και να 'ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη !
Να φέρεται με σεβασμό, να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι.
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα, βλέπει τον καβαλάρη,
η κόρη φεύγει τρέχοντας κι απ' τη χαρά χεσμένη.
Αμέσως πήγε μόνη της και στήθηκε στη Βρύση,
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει.
Ήταν ντυμένη ελαφρά, κυλότα δεν φορούσε,
γιατί η κάψα στο μουνί την εταλαιπωρούσε.
Πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλαρά περίμενε κι ευχόταν
να 'ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος σαν πρέπει
και να 'ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη !
Να φέρεται με σεβασμό, να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι.
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα, βλέπει τον καβαλάρη,
μ' υπέροχη κορμοστασιά, τεράστιο παπάρι,
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση:
-Ορίστε ο λεβέντης μου! Αυτός θα με γαμήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο,
κλείνει το μάτι πονηρά, του κάνει λίγο τόπο,
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει.
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι λευκό, λαχταριστό, έτσι καλοστημένο,
αρπάζει το παπάρι του, φωνάζει -Εν Τούτω Νίκα !,
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα.
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη,
της γύρισαν τα μάτια της, βροντάστραψαν τα όρη.
Έβγαλε δυνατή κραυγή, της κόπηκε η ανάσα,
της λύγισαν τα γόνατα, της έφυγαν τα ράσα.
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα,
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να 'χει γλύκα,
πολύ το 'φχαριστιότανε αυτό το "Εν Τούτω Νίκα!".
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μουνί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το 'φχαριστήθηκε. Θα το 'κανε και πάλι,
θα το 'κανε και με ψωλή ακόμα πιο μεγάλη !
Άσ' την να λέει η άσχετη Αγία Ηγουμένη,
διπλά σε φτιάχνει το καυλί, που από πίσω μπαίνει.
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση:
-Ορίστε ο λεβέντης μου! Αυτός θα με γαμήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο,
κλείνει το μάτι πονηρά, του κάνει λίγο τόπο,
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει.
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι λευκό, λαχταριστό, έτσι καλοστημένο,
αρπάζει το παπάρι του, φωνάζει -Εν Τούτω Νίκα !,
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα.
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη,
της γύρισαν τα μάτια της, βροντάστραψαν τα όρη.
Έβγαλε δυνατή κραυγή, της κόπηκε η ανάσα,
της λύγισαν τα γόνατα, της έφυγαν τα ράσα.
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα,
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να 'χει γλύκα,
πολύ το 'φχαριστιότανε αυτό το "Εν Τούτω Νίκα!".
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μουνί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το 'φχαριστήθηκε. Θα το 'κανε και πάλι,
θα το 'κανε και με ψωλή ακόμα πιο μεγάλη !
Άσ' την να λέει η άσχετη Αγία Ηγουμένη,
διπλά σε φτιάχνει το καυλί, που από πίσω μπαίνει.
Τέλος Τριλογίας
-Τι έχεις πάθει, κόρη μου, και πας σαν συγκαμμένη;
-Μου 'κάναν Οθωμανικό Αγία Ηγουμένη...
-Σου άρεσε;-Μου άρεσε. -Θα ξαναπάς; Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό, μα τώρα υποφέρω.
-Δώσε καιρό στον κώλο σου να ηρεμήσει λίγο...
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω.
-Σε δύο μέρες αρχικά θα πάψεις να υποφέρεις,-Μου 'κάναν Οθωμανικό Αγία Ηγουμένη...
-Σου άρεσε;-Μου άρεσε. -Θα ξαναπάς; Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό, μα τώρα υποφέρω.
-Δώσε καιρό στον κώλο σου να ηρεμήσει λίγο...
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω.
θέλει μετά κι άλλες εφτά, μέχρι να συνεφέρεις.
Ό,τι σου λέω οι σοφοί πατέρες μας το βρήκαν,
του κώλου τα εννιάμερα πώς λες εσύ να βγήκαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου